21.2.07

penkwe, quinque, cinque, five, πέντε

Αυτά τα παιχνίδια με φέρνουν σε δύσκολη θέση, όχι γιατί δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ, αλλά γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν έχω να πω και τόσο πολλά. Μου θυμίζει την πρώτη βδόμαδά μου εδώ στα εξωτερικά, με τα αλλεπάλληλα τουνοουαζμπέτερ: σε ένα από αυτά παίζαμε φρίσμπι και όποιος έπιανε και ακολούθως έριχνε έπρεπε να λέει κάτι για τον εαυτό του. Επειδή σύντομα στέρεψα, πρότεινα να το γυρίσουμε σε αποφατική θεολογία, του τύπου "δεν έχω σκύλο, δεν καπνίζω, δεν μου αρέσει να τρώω γόμες" και τα τοιαύτα. Όμως, με κάποιο τρόπο πρέπει να ξεπληρώσω τους θριαμβευτικούς γύρους που έκανα γύρω από την καρέκλα, αναφωνών "με διάλεξε ο thas!". Άρα:

1. Δεν ήμουν καθόλου καλός στην ορθογραφία στην πρώτη δημοτικού. Για την ακρίβεια, δεν είχα καταλάβει τι είναι και προσπαθούσα να κάνω κάτι πιο δημιουργικό. Έγραφα τις λέξεις κάνοντας χρήση όλου του διαθέσιμου οπλοστασίου, ιμπρεσιονιστικά, χαιρόμουν την ελευθερία που δίνει το ελληνικό αλφάβητο, κάθε /i/ πίστευα ότι μπορεί να έχει ό,τι ρούχο θέλει και πίστευα επίσης ότι κάθε γράμμα δικαιούται έναν τόνο, αλλά δεν μπορούν να έχουν όλα, για λόγους πάντα αισθητικούς. Γι' αυτό και έβαζα το πολύ (ήθελα παραπάνω) 3 τόνους σε κάθε λέξη, πάνω από έψιλα, πάνω από λάμδα και κάποτε ασαφώς κάπου στο ενδιάμεσο γραμμάτων για να τον μοιράζονται. Δεν φαντάζεστε την χαρά που έπαθα όταν ανακάλυψα το πολυτονικό (στο αναγνωστικό της πρώτης μάς είχαν αυτούσιο και ένα κείμενο από παλιό αναγνωστικό -νοσταλγικόν, για να μας ξυπνούν αναμνήσεις που δεν είχαμε), κι ας μην έκανα αμέσως χρήση. Για καιρό δεν απόρησα που αυτή η δημιουργική μου ματιά δεν επιβραβευόταν με τις σφραγιδούλες, τα αυτοκόλλητα, τις καραμελίτσες και τα μπαλονάκια τα οποία επιδαψίλευε η δασκάλα στα άλλα παιδιά. Αλλά όταν η μάνα μου είδε την κατάντια μου, παράτησε την δουλειά της έντρομη (ναι, παραιτήθηκε) και ανέλαβε να με μυήσει στο μυστικισμό της θάλασσας με τα δυο της σίγμα. Είχα τόσο ενθουσιαστεί με αυτή την αποκάλυψη που στην επαναληπτική ορθογραφία δεν κρατιόμουν να ακούσω τη λέξη για να δείξω την προσαρμογή μου στη νόρμα που χαρίζει και "άριστα" και "μπράβο", πέρα από μια ξερή μονογραφή. Και πάνω στην ορμή και τον ενθουσιασμό να παρατάξω τα δυο μου σίγμα, φτάνω στο απόγειο της δημιουργικότητας, κάνω την υπέρβαση, πηδάω κάθε φράχτη και γράφω "θάσσα". Πάλι μονογραφή.

2. Δεν μου έλειπαν μέχρι ένα παρελθόν που δεν είναι ακόμα και τόσο μακρινό οι μεταφυσικές αντιλήψεις για την ελληνική γλώσσα. Τώρα βέβαια με ενδιαφέρει ακόμα η μεταφυσική της γλώσσας, αγαπώ με πάθος τα αρχαία ελληνικά, αλλά δεν κυνηγώ πρωτοτυπίες, μεγαλεία και εξω-λογικές ιδιότητες εκεί που δεν υπάρχουν. Πιστεύω πως αν ψάξεις ιδιαιτερότητες και όχι μόνο απροκατάληπτα εκεί που πραγματικά υπάρχουν (λέω στη λογοτεχνία, στα κείμενα, αλλά και στο σύστημα της γλώσσας), έχεις πιθανότητα να βρεις πολύ πιο αξιόλογα και εντυπωσιακά πράγματα. Καταλαβαίνω πλέον αυτούς που η επιδερμική επαφή με τα a priori "ανυπέρβλητα" τους φάνηκε απογοητευτική και δύσβατη (ο κανόνας είναι π.χ. τα "μεγάλα κείμενα" να μη λένε και πολλά και ενδιαφέροντα και καινούργια εκ πρώτης όψεως) και τους έκανε να αναπληρώσουν την ανατριχίλα που δεν βρήκαν με την μία με υπερερμηνείες στην καλύτερη περίπτωση ή με παραισθήσεις ψυχιατρικού συχνά ενδιαφέροντος. Για να μην πάω πάλι σε περιπτώσεις ιδεολογικών παρεμβολών, χαρακτηριστικό πάντα παράδειγμα είναι οι παραστάσεις και πολλές μεταφράσεις του Αριστοφάνη.


3. Μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή μου έγινε όταν, περί τη Β΄ Γυμνασίου, στο πικάπ, αντί για τον δίσκο με την Έβδομη (μάλλον) συμφωνία του Μπετόβεν (ήμουν σίγουρος ότι αυτόν είχα αφήσει), βρέθηκε το Χαμόγελο της Τζοκόντας. Επιστράτευσα όλο τον ωδειακό μου σνομπισμό για να βρω ψεγάδια και ευτέλειες σε αυτή τη μουσική. Δεν τα κατάφερα κι από τότε με στοίχειωσε. Πού είναι το "δεν" αυτής της εξομολογήσεως; Τελικά δεν μου πολυαρέσει ο Μπετόβεν. Προτιμώ τον Μότσαρτ. (Δεν μου αρέσει καθόλου ο Θεοδωράκης, μουσικός και μη, και ακόμα δεν έχω καταλήξει αν φταίω για αυτό). Με τον Σοστακόβιτς έμαθα την κυριολεξία της φράσης "γέλια μέχρι/μετά δακρύων", τον (αυτομαστιγωτικό) σαρκασμό, την διακριτική σοφία του επιδεικτικά λάθους.

4. Στο πανεπιστήμιο, τα περισσότερα μαθήματα πρώτα τα πέρασα και μετά τα κατάλαβα (μερικά τα διάβασα κιόλας).

5. Δεν πίνω μπίρα ούτε επί πληρωμή, γι’ αυτό στις βρετανικές παμπ πίνω άσπρο κρασί και με παρεξηγούν κακεντρεχείς Κύπριοι καθηγητές από τη Θεσσαλονίκη.


Το μπαλάκι το πετάω στον Φοινικιστή, στους Ανορθόγραφους (είτε ως ομάδα, είτε στον καθένα ξεχωριστά), στον hominid, στον Dr Moshe, στον Γιάννη Χάρη και (επειδή μάλλον οι ανορθόγραφοι έχουν ξαναπροσκληθεί) στον funel, εάν και εφόσον θέλουν. Δόξα να ’χει ο Τσόμσκι, είμαστε πλέον πολλοί οι γλώγκερς (ωχ, το χειρότερο φύλαγα για το τέλος).

Συγγραφέας: Τέττιξ

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...