17.11.06

Τη γλώσσα τού έδωσαν ελληνική

Και αυτό που κατάλαβε είναι ότι δεν του έδωσαν γλώσσα, του έδωσαν την κιβωτό του Ισραήλ (παρντόν, παραείναι σιωνιστικό αυτό, αποκαλύπτομαι). Η ελληνική, ως γνωστόν, είναι μια δοτή γλώσσα. Δηλαδή πάνω από γλώσσα, πάνω από δύναμη έκφρασης, δημιουργίας και επικοινωνίας, πάνω από όλα αυτά είναι παρά-δοση. Είναι κληρονομιά. Είναι αξία και ευθύνη. Είναι ο θησαυρός του μακαρίτη και ο δεκάλογος του Μωυσή (έστω και πεντάτομος) μαζί. Όπως και να το κάνουμε, είναι λαχείο από τα λίγα.

Δεν είμαστε απλοί ομιλητές, λοιπόν, είμαστε θεματοφύλακες. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Και, ακόμα περισσότερο, για να είσαι/θεωρείσαι ειδικός σε μια τέτοια γλώσσα, πρέπει ακριβώς να ασκείς και χρέη θησαυροφύλακος και υποθηκοφύλακος των κλίσεων και της προφοράς, των πιστών στην ετυμολογία χρήσεων και των ορθόδοξων συντάξεων. Και, αντιστρόφως, διαδηλώνοντας και μόνο την αγάπη σου και την ανησυχία σου για τούτα τα ιερά και απαραβίαστα, είσαι ειδικότερος των ειδικών και νομιμοποιείσαι να κατακεραυνώνεις και να λοιδορείς οποτεδήποτε τους τάχαμου «ειδικούς» και τα περίφημα «ακαδημαϊκά κατεστημένα» (που και σε αυτά ευτυχώωως υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις –μια τέτοια υπαινίσσομαι με τον τίτλο του παρόντος).

Είναι ιδιαίτερη, άρα, γλώσσα η ελληνική από αυτήν ακριβώς την άποψη. Και συνειδητοποιώ ότι το γλωσσολογικό δόγμα που θέλει την γλωσσολογία «επιστήμη περιγραφική» (και ενίοτε «ερμηνευτική») αποκτά άλλη χροιά και ειδικό βάρος στην περίπτωση των ελληνικών. Για τον γλωσσολόγο αλλού ίσως δεν είναι παρά ένας κοινός τόπος, μια αρχή μεθοδολογική και ουδέτερη, του τύπου «η κοινωνιολογία είναι επιστήμη εμπειρική» (δεν ξέρω αν είναι, αυθαίρετο το παράδειγμα). Για τον Έλληνα γλωσσολόγο ή γλωσσολογούντα είναι μια έκφραση πολιτική σχεδόν, γι΄αυτό και μπορεί να γίνει λάβαρο ή κόκκινο πανί. Ο Αντρέ Μαρτινέ κάπου στις πρώτες σελίδες των Στοιχείων Γενικής Γλωσσολογίας, αν θυμάμαι καλά, λέει ότι ο γλωσσολόγος δεν συμμερίζεται ούτε την ιερή αγανάκτηση του καθαρολόγου, ούτε την άγρια χαρά του εικονοκλάστη μπροστά στα «γλωσσικά λάθη». Φαίνεται πως για τον Έλληνα γλωσσολόγο αυτό είναι αδύνατο. Αυτό που οι γλωσσικά ευαίσθητοι συμπολίτες μας περιμένουν από έναν ειδικό της γλώσσας είναι να υιοθετήσει την πρώτη στάση και, αν δεν την υιοθετήσει, θα θεωρηθεί ότι υιοθετεί την δεύτερη.

Από αυτό κανείς δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει. Και για έναν ακόμα λόγο: γιατί κανείς μας δεν είναι πραγματικά ουδέτερος, φυσικά. Κι οι γλωσσολόγοι άνθρωποι είναι. Οι ίδιες μας οι γλωσσικές επιλογές το δείχνουν. Δείχνουν προτιμήσεις. Κλίσεις και αποκλεισμούς. Μπορεί μια χαρά να καταλαβαίνω και να δικαιολογώ τον τύπο «του συνήθη», όμως δεν θα τον χρησιμοποιήσω – τουλάχιστον όταν γράφω. Και δεν παίρνω όρκο φυσικά ότι είναι το γλωσσικό μου αίσθημα που θα με εμποδίσει. Είπα παραπάνω ότι έχει αυξημένα βάρη ο Έλληνας ομιλητής και ευθύνες απέναντι στη γλώσσα του και το να αρθρώσεις τελικά λόγο στα ελληνικά είναι μια πράξη γενναία, ακόμα κι αν είσαι φυσικός ομιλητής (αν είσαι ξένος, εξαρτάται από το αν είσαι μετανάστης ή ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν/Ζακ Ρογκ). Είναι η περίφημη «αγωνία του λόγου» α λα ελληνικά. Την ανάλογη αγωνία έχει, φαντάζομαι, και ο ειδικός – μένει να μου το επιβεβαιώσει και κανένας ειδικός. Με την πρόσθετη ίσως επίγνωση των προεκτάσεων που έχουν οι επιλογές του και την επίγνωση επίσης της αναπόφευκτης δήλωσης «γλωσσικών φρονημάτων».

Θυμήθηκα ένα χαριτωμένο περιστατικό. Μια φίλη και πάλαι συμφοιτήτρια έκανε μια εργασία Ανάλυσης Ομιλίας –νομίζω διάσημη μεταξύ σχετικά πρόσφατων αποφοίτων του Αθήνησι που απαιτούσε μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ενός σύντομου καθημερινού διαλόγου και ζήτησε τη συνδρομή μας. Ένας από τους παρευρισκόμενους έδειξε έντονη ανησυχία και δίσταζε και ήθελε να το αποφύγει, γιατί έλεγε ότι «τα ελληνικά του είναι χάλια». Σας διαβεβαιώ ότι είχε γεννηθεί στην Αθήνα και ότι τα τελευταία 20+x χρόνια διέμενε σε βόρειο προάστιο. Επίσης δεν τον είχα πιάσει ποτέ να κάνει «λάθη», ούτε τα συνήθως στηλιτευόμενα. Τον είχαν ωστόσο πείσει ότι δεν μιλάει σωστά ελληνικά.

Όπως κάποτε είχε γίνει ένα κίνημα γλωσσικού καθαρισμού, το οποίο ακόμα πολλοί το αποτιμούν θετικά, πιστεύω πως σήμερα στην Ελλάδα επείγει ένα κίνημα «γλωσσικής απενοχοποίησης». Και θέλω, τέλος, να τονίσω αυτό που γράφει παρακάτω ο περιγλώσσιος. Ακόμα κι αν εμείς, ως/σαν ομιλητές που είμαστε, δεν καταφέρνουμε πάντα να αποστασιοποιηθούμε από τις συνήθειες, τις επιρροές ή και τις προκαταλήψεις μας, ακόμα κι αν είμαστε ρυθμιστές και καθόλου «αθώοι»* (έχω δει άρθρο και για τον prescriptivism των anti-prescriptivists), η γλωσσολογία καθαυτή (σόρι, καθ’ εαυτήν) –δηλαδή η σχετική θεωρία και έρευνα δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, δεν έχει νόημα να είναι, δεν το αφήνει να συμβεί η ίδια η επαφή με τη γλωσσική πραγματικότητα.

*Μα εμείς δεν είμαστε άγγελοι, δεν είμαστε από σόι,
ούτε φονιάδες ή ληστές, ούτε πολύ αθώοι.
(Αγαθή Δημητρούκα)

11.9.06

Ουδείς αντέστη...

Τρεις φορές είπε χτες ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του «να παράξει». Το κακό έφτασε ήδη στην κορυφή, στην κεφαλή. Φοβάμαι πως είναι πια αδύνατη η οποιαδήποτε αναχαίτιση στα γυμνάσια και στα λύκεια με όπλα τα παραπάνω αρχαία μας ελληνικά, όταν ο εχθρός έχει ήδη κατασκηνώσει στο Μαξίμου. Παρά την εμπιστοσύνη που προφανώς παρέχει στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και τους συμβούλους του που φιλότιμα φέρνουν τη μέση εκπαίδευση κοντύτερα στην καλλιέπεια και την ορθοέπεια διά της αρχαίας γραμματικής, ο ίδιος ο επικεφαλής της κυβέρνησης (από αμέλεια ή λήθη της αρχαίας γραμματικής;) νομιμοποιεί ένα ήδη γενικευμένο πλην ασύγγνωστο λάθος και θα κάνει την γνωστή καθηγήτρια-σύζυγο Γενικού να βουρκώνει ακόμα πιο πολύ όταν θα ξαναλέει στο Αρχονταρίκι ότι «όλοι πια λένε να παράξει αντί του ορθού να παράσχει (sic –ε, γίνονται αυτά εν τη ρύμη και τη συγκινήσει του λόγου)».

Σοβαρολογώντας, θα λέγαμε ότι έχουμε ακόμα μια τρανή επιβεβαίωση ότι η γλωσσική ρύθμιση είναι ανώφελη και πως, παρά το ότι διάγουμε καιρούς γλωσσικής υπερευαισθησίας και κινημάτων γλωσσικής παλινόρθωσης (Γλωσσικές Κληρονομιές, Κιβωτοί, Χάρτες και σία), ο αναλογικός τύπος θα ξεπηδήσει και από τα πιο επίσημα χείλη, ακόμα κι αν αυτά στη διάρκεια της ίδιας ομιλίας θα θυμηθούν π.χ. ότι η Ελλάδα είναι «Ελλάς». Όχι βεβαίως ότι ο κύριος Καραμανλής είναι ο κανόνας… Πλάκα κάνω με το περί «νομιμοποίησης». Απλώς, ο σημερινός πρωθυπουργός προέρχεται από έναν χώρο που γενικά δεν δυσκολεύεται στους λογιοτατισμούς, γι’ αυτό και το σημερινό μού δείχνει ότι το «παραγάγω» είναι ήδη αρκετά δύσκολο ακόμα και για έναν συντηρητικό (ομιλητή).

Το πρόβλημά μου είναι άλλο: αναρωτιέμαι αν ο πρωθυπουργός, που χτες παρεμπιπτόντως ήταν πολύ πρόσχαρος, με τα χωρατά του και τα β’ ενικά του στους δημοσιογράφους (ήταν συμμαθητής με όλους;), γνωρίζει σε ποιο ιδεολόγημα έχει στηρίξει εν πολλοίς το σημερινό Υπουργείο Παιδείας τη δομή του προγράμματος σπουδών στη Μέση Εκπαίδευση. Ως μέτρο για την καλύτερη γνώση και χρήση των (νέων προφανώς) ελληνικών από τους νέους, έχει εφαρμοστεί η αυξημένη σε ώρες και ύλη διδασκαλία αρχαίων ελληνικών σε όλες τις τάξεις γυμνασίου-λυκείου. Το άτοπο του πράγματος και η αντίφαση νομίζω ότι είναι προφανής από τον τρόπο που έγραψα την προηγούμενη πρόταση. Ωστόσο, λίγοι πραγματικά ενοχλούνται από το σκεπτικό του υπουργείου, γιατί λανθάνει η αιώνια παρεξήγηση ότι η (καλή) γνώση της νεοελληνικής γλώσσας προϋποθέτει τη γνώση της αρχαίας, ότι η σύγχρονη γλώσσα είναι αδύναμη και μετέωρη και ανολοκλήρωτη χωρίς το παρελθόν της. Αυτό που συνήθως παίρνει τη μορφή του αξιώματος: «τα αρχαία είναι η βάση για τα νέα» (με συχνή προέκταση: «τα αρχαία είναι η βάση για κάθε επιστήμη»).

Το θέμα είναι πολυσυζητημένο και είναι κοινός τόπος για τους γνωρίζοντες ότι η Νέα Ελληνική είναι, φυσικά, ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα (πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;), όπως κάθε φυσική γλώσσα. Νομίζω πως είναι καιρός αυτή την κοινοτοπία που είπα να αρχίσει να την υποψιάζεται και η εκπαιδευτική μας πραγματικότητα. Δεν θα φέρω αντίρρηση σε όποιον μού πει ότι η νεοελληνική γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο μέσος μορφωμένος νεοέλληνας ενσωματώνει πολλά λόγια γλωσσικά στοιχεία και ότι, επομένως, γνώση της μητρικής γλώσσας προϋποθέτει/σημαίνει γνώση και αυτών των στοιχείων. Δεν υπάρχει άλλωστε σύγχρονη γλώσσα με μια κάποια ιστορία που να μην έχει κατάλοιπα –συχνά αναφομοίωτα- της διαχρονίας, του γλωσσικού της παρελθόντος (π.χ. τα ανώμαλα ρήματα της αγγλικής). Γιατί να πρέπει ο έλληνας μαθητής να πρέπει να μάθει ολόκληρη την αρχαία γραμματική, με το σκεπτικό ότι αλλιώς δεν έχει ελπίδα να μάθει την κλίση του «συνήθους», το «να συμμετάσχω» και άλλα πολλά; Δηλαδή είναι «αρχαία» αυτά; Όλοι αυτοί που κόπτονται για την ορθοέπεια, ειδικά στο λόγιο σκέλος του λεξιλογίου και της γραμματικής δομής, γιατί πιστεύουν ότι όλα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να διδαχθούν στο πλαίσιο του μαθήματος της μητρικής γλώσσας; Και πώς θα ξέρει ο μαθητής ποια στοιχεία από την κλίση της αρχαίας ελληνικής πρέπει να περάσει/ να κρατήσει στη δική του έκφραση, προφορική και γραπτή; Πώς θα κάνει την επιλογή, χωρίς να μπερδευτεί; Πολύ πρωτότυπος ομολογουμένως τρόπος να βοηθήσεις κάποιον να «συνειδητοποιήσει και να διευρύνει τον γλωσσικό του κώδικα» (όπως ορίζονται οι διδακτικοί στόχοι της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας): βάζοντάς του τρικλοποδιές. Συνήθως, το πέρασμα αυτό από τα αρχαία στα νέα –και δικαίως- δεν γίνεται. Η διδασκαλία όμως των γλωσσικών μαθημάτων επιμένει να γίνεται έτσι, που κανείς να μην ξέρει, διαβάζοντας π.χ. τα σχολικά βιβλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του γυμνασίου, ποιες είναι οι αρχαίες και ποιες οι νέες σημασίες και χρήσεις σε λέξεις και γραμματικούς τύπους.

Νομίζω ότι στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος αντανακλάται ακριβώς η ιδεοληψία (και μειονεξία) ότι η νέα ελληνική είναι μισερή. Για να «μιλάμε καλύτερα», στην πραγματικότητα αδυνατίζεται και υπονομεύεται το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Δεν ξέρω αν οι μαθητές, με μια καλύτερη και εκσυγχρονισμένη διδασκαλία της νεοελληνικής γραμματικής, θα μάθαιναν τον τύπο «παραγάγω» και τη διάκρισή του από το «παράγω» -ίσως και όχι, ίσως η γλωσσική μεταβολή να πήρε ήδη τον δρόμο της*. Όμως, η όποια προσπάθεια θα ήταν λογικό από εκεί να ξεκινήσει. Μια ιδέα ρίχνω για την Γλωσσική Κληρονομία και για τον αγώνα της, τώρα που ένας δυνατός πυλώνας (ο ίδιος ο πρωθυπουργός) κλονίζεται.

*Προς το παρόν, το google δείχνει μια μη αμελητέα επίδοση του "παραξ-" σε κάποια πρόσωπα, κυρίως σε πιο καθημερινά κείμενα. Υπάρχει όμως σαφής διτυπία ακόμα και στο γ' προσ. εν/πληθ., όπου το "παραγαγ-" ακόμα κερδίζει, με πολλές εμφανίσεις σε κείμενα πιο επίσημα και άρα απρόσωπα/τριτοπρόσωπα. Δυσκολεύομαι να πω οποιοδήποτε συμπέρασμα.

14.5.06

Πάρτε ένα γλυκάκι, μη ντρέπεστε

Λοιπόν, πρέπει να κάνουμε κάτι και για την άλλη μεγάλη μάχη του Ελληνισμού, τον μπακλαβά. Εγώ λέω ότι είναι από το αρχαίο "πλακούς" (γλυκό γνωστό και από τον Αριστοφάνη) και βγαίνει κάπως έτσι:

Ο πλακούντας εύκολα γίνεται *πλακούας με εξασθένηση και σίγηση του ενδοφωνηεντικού [d] (ε;). Εξίσου εύκολα αυτό γίνεται *πακλουάς με μετάθεση -αλματική πάθησις, πβ. φαλακρός>καραφλός- και αλλαγή τόνου (ε, τώρα να την εξηγάμε κι αυτήν;). Μετά σκουραίνουν λίγο τα πράγματα, πέφτει σιρόπι, τα λιγώνει και τα συσκοτίζει. Πιστεύω πως γίνεται μια ημιφωνοποίηση του [u] και αναπτύσσεται για προφανείς λόγους ευφωνίας ένα [a], τουτ'έστιν: *πακλαwάς. Και μετά, με επίδραση της αιτιατικής (τον πακλαβά=[to(m)bakla'va]), βγήκε αυτό που βγήκε. Διαθέτομεν και λίστα για ψώνια της γιαγιάς μου όπου αναγράφεται ευκρινώς: "φίλο για πακλαυά". Είναι φανερό ότι, όπως το μέλι συνάπτει το φύλλο με τα καρύδια, έτσι και η ελληνική γλώσσα συνάπτει αιτιακώς και φυσικώς το σημαίνον προς το σημαινόμενό του (αλλά περισσότερα γι'αυτό στο επόμενα -ελπίζω, κάποτε).

Δεν ξέρω, ο Ελληνοτρίβης δέχεται παραγγελίες; Προσβλέπω και πάλι στην ακρίβεια και την έμπνευσή του. Εγώ απλώς μια πρόταση κάνω, άλλωστε έτσι πάει η επιστήμη εμπρός.
Το παρόν γλυκάκι το κερνάμε για την ονομαστική εορτή του αυτόχθονος. :)

17.2.06

Κριτική μιας Νεοελληνικής Γραμματικής

Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας. Ήδη τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε πριν λίγα χρόνια; Αυτή είναι η δραματική μοίρα του σύγχρο­νου ελληνισμού
Κορνήλιος Καστοριάδης



Hubert Pernot,Grammaire du Grec Moderne, 1917, Librairie Garnier Freres, Paris


Ο κ. Περνό είναι ένας ευσυνείδητος και σοφός επιστήμων. Με είναι μια αληθινή ευχαρίστησις οσάκις διαβάζω ή συμβουλεύομαι έργον του. Η πρώτη έκδοσις της Νεοελληνικής Γραμματικής του ήταν χρήσιμο βιβλίο. Η τωρινή όμως έκδοσις με φαίνεται ανωτέρα. Η μορφολογίες της είναι καλλίτερες. Είναι πιο περιεκτική. [...]

Το βιβλίον αρχίζει, φυσικά, με το αλφάβητο. Το αλφάβητό μας κάποτε μάς κάμνει δυσχερές να παίρνουμε λέξεις από ξένες γλώσσες, όπου ήχοι σαν (π.χ.) το γαλλικό u ή το j υπάρχουν. Αλλ' αυτό συχνά μόνο στην αρχή. Η προφορά της ξένης λέξεως αλλάζει μες στην ελληνική λαλιά και γένεται σύμφωνη με αυτήν. Είμαι πολύ υπέρ της παραδοχής των ξένων λέξεων, όταν η γλώσσα μας δεν έχει όρον για μιάν έννοιαν, ή δεν δύναται εύκολα και με ακρίβειαν να τον μορφώσει, πράγματα που πολλές φορές την συμβαίνουν. Ο εθνισμός της λέξεως -ως έδειξεν ο Ψυχάρης- γένεται από την κλίσιν (σημ. επιδέχεται εξαιρέσεις ο κανών. Έγιναν ελληνικά το τραμ, το μπαρ, το τέννις. Ο κ. Χατζηδάκις δεν θεωρεί εντελώς απίθανον, μάς λέγει ο κ. Τριανταφυλλίδης ("Ξενηλασία ή ισοτέλεια", 1905, σελ 110) "να γίνη ελληνική η γαλλική κατάληξις -age, η οποία οποία υπάρχει εις μερικάς λέξεις αι οποίαι εισήλθαν εις την μας ή λέγονται οπωσδήποτε, καθώς λ.χ. μασάζ, αμπαλάζ, κορσάζ, γκρινάζ, πλαζ".)

Προκειμένου περί των μέσων τού αλφαβήτου μας, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι είμεθα ιδιαζόντως πτωχοί. Εν συγκρίσει προς την γαλλική γλώσσα μάς λείπουν το u, το ch, το j της. Έχουμε όμως το χ, το γ, το θ, το δ, που δεν έχει αυτή. Ο κ. Μένος Φιλήντας εσύστησε -πολύ πρακτικά- το ου, που δεν είναι πια δίφθογγος να γράφεται 8, και να προστεθεί στο αλφάβητό μας ως ένα γράμμα περισσότερο. Κι ο Βηλαράς ήταν ομοίας γνώμης. Στον 17ο αιώνα, στην Κρήτη, έγινε παροδική χρήσις του λατινικού αλφαβήτου στην γλώσσα μας (σημ. Από την "Ερωφίλη": Ta gieglia me ta claimata, me ti gharan i prica/ mnian horan esparthicassi chie amadhi egiegnithica/ giaftos masi girissusi, chie to ena t' allo alassi/ che opios egiela to taghi, clegi prighu vradiassi.)

Μερικοί φιλόλογοι μεταχειρίσθηκαν το λατινικό αλφάβητο στο γράψιμο ελληνικών διαλέκτων. Τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας συνήθως τα γράφουν με λατινικά ψηφία. Τα τέσσαρα ελληνικά άσματα της Ιταλίας που παραθέτει ο κ. Πολίτης στις "Εκλογές" του τα γράφει με το δικό μας αλφάβητο. Και μ'αρέσει αυτός ο τρόπος του. Προσθέτει στα ψηφία μας ένα μόνο λατινικό το d. [...]

O Ροΐδης ήταν επίσης της γνώμης ότι η δημοτική έχει λιγότερους ιωτακισμούς από την καθαρεύουσα. Εξ άλλου δεν θεωρούσε τον ιωτακισμόν "μέγα κακόν". Πιο συχνή "παρά εις την ελληνικήν", λέγει, "είναι η επανάληψις του ποικίλως γραφομένου φθόγγου i εις την αγγλικήν, την οποίαν ουδείς, καθ' όσον γνωρίζομεν, εμέμφθη ποτέ διά τον ιωτακισμόν. Οπωσδήποτε η τρις ή και τετράκις είς τινας ελληνικάς λέξεις επανάληψις του αυτού φθόγγου ως λ.χ. ειρήνη, μυρσίνη, φυσική, μυστική, ποιητική, υβρίζει, σπινθηρίζει, ξυνίζει, κιτρινίζει, πιπιλίζει κτλ. ολίγην προξενεί ενόχλησιν και εις ουδένα αντιβαίνει της σημερινής λαλιάς ευφωνικόν κανόνα.

[...]

Κάμνει παρατηρήσεις ο κ. Περνό επί του τονισμού των λέξεων που θα είναι ωφέλιμες στον Γάλλο τον μανθάνοντα την γλώσσα μας. Ένα λάθος τονισμού, που μπορεί να κάμει ο ξένος, αλλάζει την έννοιαν μιάς λέξεως (αλλά-άλλα, κανείς-κάνεις, πεινώ-πίνω). Όμοιαν παρατήρησιν έκαμε κι ο κ. Μένος Φιλήντας, αλλά με άλλον σκοπό: δηλαδή για να δείξει το πόσο είναι αναγκαίον να φυλαχθεί η γραφή ενός τόνου. Αλλά ενός μόνον, μιά οξεία: η βαρεία κ' η περισπωμένη κάλλιο να λείψουν.
[...]

Στην ορθογραφία του ο κ. Περνό είναι συντηρητικός. Γράφει "να χάσης, να χάση". Βάζει δασεία επάνω στο αρχικό ρ. Γράφει "ευκολώτερον". Δυνατόν να κάμνει αυτά όχι επειδή τα εγκρίνει, αλλά επειδή τα θεωρεί της καθιερωμένης χρήσεως. Κατ' εμέ, η γραφές αυτές είναι δυσάρεστες.

[...]

Στην κλίσι του "Type: ο κλέφτης", καλά κάμνει που αναγράφει την ονομαστική πλήθυντική "ράφτηδες", αν και δεν είναι διαδεδομένος. Υπάρχει και πληθυντικός "ραφτάδες". "Ο προτιμότερος τύπος, λέγει ο κ. Πέτρος Βλαστός (Γραμματική της Δημοτικής) είναι το "τες" (ράφτες). Και μετ' αυτόν το "άδες" (ραφτάδες).

[...]
"Είμαστε (είμεθα)". Το είστε λέγεται τώρα και είσθε.
"Χάνομε, έχομε, θέλομε" και τέτοια: έπρεπε ν' αναγραφούν τα χάνουμε, έχουμε, θέλουμε. Στην πρώτην έκδοσι τής Γραμματικής του έδιδε το ούμε (χάνουμε) ως επικρατούντα τύπον.
[...]
Δεν με αρέσει η διατήρησις της γραφής "ηις, ηι" στο ρήμα "ζω". Προτιμώ να γράφεται "ζεις, ζει".
[...]
Την προσθήκη του καταληκτικού ε στα τρίτα πρόσωπα (πληθ.) των ρημάτων που τελειώνουν με ν την αναφέρει ο κ. Περνό (στην αρχή του Κεφαλαίου περί Παροξυτόνων Ρημάτων), και μετά δεν την υποδεικνύει πλέον στα πλήρη παραδείγματα των ρηματικών κλίσεων (π.χ. σελ. 141, 160). Ο κ. Φιλήντας λέγει ότι το ε αυτό έγινεν απ' αναλογία - όπως γράφουμε, γράφετε, είπαν και γράφουνε, όπως τρέξαμε, τρέξατε, είπαν και τρέξανε.
[...]
Ετελείωσα τες σημειώσεις μου επί του βιβλίου. Η γενική μου εντύπωσις είναι πολύ καλή. [...]


Κ. Π. Καβάφης


Σχόλιο: την αντιγραφή αυτή την έκανα, επειδή πολύ λιβανίζουμε τελευταία τον κύριο Καβάφη. Βλέπετε, φίλοι συνέλληνες, ότι δεν το'χε σε πολύ να αρνηθεί τους τόνους του, να υιοθετήσει μαλλιαρισμούς, να συστρατευθεί με εξ Εσπερίας υπονομευτάς, να μπασταρδέψει (ίνα μή τι χείρον είπω) το αλφάβητό μας. Μήπως ήταν και αυτός ένας Ποσειδωνιάτης;

Δεν ξεχνώ βεβαίως ότι σάς χρεωστώ ένα τέλος της τριλογίας, για να σάς επιστρέψει ο ύπνος που σάς έχει κοπεί. Αλλά πού χρόνος...

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...