28.2.05

Η εθνική μας μειονεξία

Θα ξέρετε το τραγουδάκι για την εθνική μας μοναξιά. (Θα ξέρετε επίσης πως είμαστε έθνος ανάδελφον). Μοναχική και σπάνια μες στα Βαλκάνια, η Ελλάδα αγαπά να τραγουδά τα συμπλέγματά της. Εγώ όμως λέω σήμερα να ψάλω κάτι άλλο: την εθνική μας μειονεξία. «Γιατί εθνική», θα μού πείτε, και κυρίως: «γιατί μειονεξία; Το σκέφτηκες πριν το πεις; Βλέπεις καμιά ταπεινότητα γύρω σου; Αντιθέτως, είναι πολλές, δυνατές και επίμονες οι φωνές διεκδίκησης του αρχαίου μεγαλείου και τα περήφανα αιτήματα της επανελλήνισης».

Θα επιμείνω όμως: κόμπλεξ κατωτερότητας και όχι ανωτερότητας βλέπω πίσω από αυτές τις φανφάρες. Και μιας και διάγουμε περίοδο Αποκριών, λέω να προσπαθήσουμε πίσω από τους κάθε λογής μασκαράδες και φασουλήδες των φασιστοκάναλων, να δούμε λίγο και τα πραγματικά τραύματα της νεοελληνικής μας συνείδησης, τραύματα των οποίων φορείς πιστεύω πως είμαστε όλοι, μα με διαφορετική μάσκα ο καθένας.

Πολλοί πιστεύουν –κι εγώ ως ένα βαθμό– πως στην βάση της αντιπαράθεσης υπερπατριωτικών-αντιεπιστημονικών και νηφάλιων-τεκμηριωμένων θέσεων σε ζητήματα γλώσσας, ιστορίας, καταγωγής, κείται η αιώνια αντίθεση «ορθολογισμός:ανορθολογισμός» ή «γνώση-επιστήμη:βλακεία-αμάθεια». Αρχίζω όμως να αναθεωρώ, γιατί αυτή η διάκριση μού φαίνεται να έχει κάποια ελαττώματα:
Α) Είναι λίγο ελιτίστικη: εμείς αυτομάτως τοποθετούμαστε στο πρώτο –το κολακευτικό– σκέλος της αντίθεσης
Β) είναι κάπως μανιχαϊστική: δεν λαμβάνει υπόψη τις πολυάριθμες διαβαθμίσεις αποδοχής αντιεπιστημονικών θέσεων, το γεγονός δηλαδή ότι δεν υπάρχουν μόνο οι κραυγαλέες και γραφικές περιπτώσεις Λιακόπουλων και σία., αλλά και άλλες φωνές, με μανδύα «αντικειμενικότερο», γι’ αυτό και πιο επικίνδυνο.

Θα επιμείνω λίγο στο Β, επεκτείνοντάς το σε περιπτώσεις ανθρώπων που αποδεδειγμένα δεν είναι φορείς ακραίων ιδεολογιών:

-γιατί υπάρχουν και διανοούμενοι με έντονα ελληνοκεντρικές θέσεις; (ο Θεοδωράκης δεν ήταν που έδινε συνεντεύξεις στον Δαυλό;)
-γιατί ο Σαββόπουλος προ ετών προσπαθούσε να αποδείξει ότι η Νέα Ελληνική έχει βραχέα και μακρά φωνήεντα;
-γιατί υπάρχουν αξιόλογοι ηθοποιοί και τραγουδιστές (π.χ. έχω ακούσει τη Χρυσούλα Διαβάτη και τον Νίκο Παπάζογλου να το λένε) που ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να διαβάσουν χωρίς τόνους και πνεύματα;
-γιατί ο αξιολογότατος κατά τα άλλα μυκηναϊστής και ομηριστής καθηγητής Ι. Προμπονάς σε πρόσφατο άρθρο στο "Άρδην" ταυτίζει τους Προέλληνες με τους Πρωτοέλληνες και διατυπώνει ασύστατες υποθέσεις για την σχέση της Ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας με την Ελληνική;

Είναι όλοι αυτοί ανορθολογιστές και αφελείς με μειωμένη ικανότητα λογικών συλλογισμών; Ή τάχα εκφράζουν σε ορισμένες μόνο πτυχές της δράσης τους μια ελλειμματική εγκεφαλική λειτουργία;

Νομίζω τελικά πως δεν είναι η απουσία κριτικής ικανότητας –ή μάλλον όχι αποκλειστικά αυτή- το ελατήριο για την ανάπτυξη -ολίγον ή περισσότερον- μεγαλοϊδεατικών απόψεων, απόψεων που ως κοινό γνώρισμά τους έχουν την κακή σχέση με την αυστηρή λογική και με την πραγματικότητα, την επιστημονική και όχι μόνο. Ο ανορθολογισμός φοβάμαι πως είναι σύμφυτος, πως ενυπάρχει σε όλους ως το «υπανάπτυκτο κομμάτι του εαυτού μας, που μια ευκαιρία χρειάζεται για να εκδηλωθεί» (λόγια που είχε χρησιμοποιήσει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις, για να χαρακτηρίσει κάτι παρόμοιο, ίσως υπώνυμο του ανορθολογισμού, τον φασισμό). Όσο και να επαιρόμαστε για τον ορθολογισμό μας, την αυστηρή μας προσήλωση στα αξιώματα της λογικής, όλο και κάπου θα συλλάβουμε τον εαυτό μας να κατατρύχεται από ανορθολογικές σκέψεις, εμμονές, προκαταλήψεις, φόβους, εσωτερικευμένες πλάνες (να μιλήσω για θρησκείες; Για ξεματιάσματα; Για αεροπλανο-/υψο-/κλειστο-/κατσαριδο-φοβίες; Για ζήλιες και άλλα παρόμοια βάσανα ων ουκ έστι αριθμός;). Συνεπώς ο ανορθολογισμός δεν μπορεί να είναι το αναγκαστικό και γενεσιουργό αίτιο για την ανάπτυξη ιδεολογημάτων-για να επιστρέψουμε στο θέμα μας-, είναι απλώς το έδαφος. Αυτό που θέτει σε κίνηση τον ανθρώπινο ανορθολογισμό είναι ίσως μια κατάσταση ψυχολογική, ατομική ή συλλογική. Ένα ιστορικό προηγούμενο είναι ίσως ο γερμανικός λαός, ο οποίος μάλλον δεν είναι φορέας του γονιδίου του ναζισμού, αλλά υπέστη μια μεγάλη ταπείνωση ύστερα από τον Α’ Παγκόσμιο.

Τι συμβαίνει όμως με τους νεοέλληνες; Ποια είναι άραγε η αυτοεικόνα μας ως πολιτών της Ελλάδας; Δεν αισθανόμαστε ριγμένοι και παντοιοτρόπως αδικημένοι; Δεν υπέστημεν άδικα μια σκλαβιά 400 χρόνων που μας στέρησε την δυνατότητα ανάπτυξης την κατάλληλη εποχή; Δεν χτυπηθήκαμε άγρια από τη μοίρα σε επίπεδο οικονομικό, τεχνολογικό, βιομηχανικό; Δεν νιώθουμε (τουλάχιστον έτσι εγώ άκουγα στο σχολείο-από το Δημοτικό ακόμα) ότι είμαστε 50-100 χρόνια πίσω από μια μέση ανεπτυγμένη χώρα; Σε εμάς δεν έλαχαν όλοι οι ανάξιοι βασιλείς και οι κακοί κυβερνήτες; Εμείς δεν είμαστε το αιώνιο και αδύναμο άθυρμα στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων; Δεν είμαστε κατά βάθος ο φτωχός, δαρμένος και (εμφανιζόμενος ως) υποτακτικός Καραγκιόζης; Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν έχουμε φυσικό πλούτο, δεν έχουμε τεχνολογία, είμαστε λίγοι και χρεωμένοι (έχουμε βέβαια τον πολιτισμό μας). Είμαστε παντού τελευταίοι. Το κράτος μας είναι ανύπαρκτο, η παιδεία μας κακή και υπονομευόμενη, η θέση μας διεθνώς ασήμαντη και αντικείμενο χλευασμού.

Μήπως κατά βάθος, όταν ο νεοέλληνας αναγαλλιάζει μαθαίνοντας πόσο αρχαίος και σπουδαίος είναι, απλώς ντρέπεται; Θα έλεγα μάλιστα πως έχει συνηθίσει να ντρέπεται. Ντρέπεται παθολογικά και χρονίως. Για αυτό μιλώ για μειονεξία. Και τείνω να καταλήξω στην άποψη πως η αυξανόμενη τάση για επιμήκυνση της ελληνικής ιστορίας και απόδοσης στο παρελθόν ιδιοτήτων …μεταφυσικών, είναι ένας μηχανισμός υπεραναπλήρωσης αυτής της –στρεβλής επίσης, μα εσωτερικευμένης–μειωμένης αυτοεκτίμησης. Επαναδιατυπώνω λοιπόν την... αιρετική μου θέση: ο Νεοέλληνας δεν είναι φύσει αλαζόνας, σοβινιστής (με την έννοια που το λέμε για τους Γάλλους): αντίθετα πιστεύω πως είναι κακομοίρης, μεμψίμοιρος και γι’ αυτό ψωροπερήφανος.

Είναι φυσικό ο κοινός ανθρωπάκος που βλέπει τηλεόραση, διαβάζει (αν διαβάζει) εφημερίδα και πάει στην εκκλησία να μην κατανοεί τα επιστημονικά πορίσματα, να μην μπορεί να σκεφτεί επιστημονικά. Πιστεύω πως δεν είναι αυτή η μορφή άγνοιας που πρέπει να καταπολεμήσουμε. Κι ούτε πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να υποβάλλουμε αυτούς τους ανθρώπους σε ασκήσεις σκεπτικισμού, για να διαπιστώσουμε το αυτονόητο, ότι ναι όντως, θα προτιμήσουν την κολακεία από την επιστημονική αλήθεια. Αυτό που θα έπρεπε να οικοδομήσουμε (σε συνεργασία με… τι να πώ; ψυχολόγους;) είναι μια καλύτερη –και ρεαλιστικότερη– αυτοεικόνα της Ελλάδας, του πολιτισμού της –διαχρονικά και συγχρονικά– και των δυνατοτήτων της. Να οικοδομήσουμε επίσης ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τους ειδικούς κάθε κλάδου- και μόνο αυτούς: να γίνει, έστω και καθυστερημένα, πεποίθηση στον κόσμο ότι, πού να πάρει, για τη γλώσσα θα ξέρει καλύτερα ένας γλωσσολόγος από έναν δικηγόρο ή έναν φυσικό.

Η συνταγή του «σκεπτικισμού» απέναντι στα πάντα είναι μεν σωστή, αλλά μού φαίνεται ανεφάρμοστη και ολίγον διανοουμενίστικη. Είναι αρκετό να καταλάβουμε ότι για να κρίνουμε έναν γνωστικό χώρο –και πολύ περισσότερο να επικρίνουμε– χρειαζόμαστε τα κατάλληλα εργαλεία. Άλλωστε και κάποιοι από τους «γραφικούς» εμφανίζονται ως «σκεπτικιστές» και «αμφισβητίες των παραδεδεγμένων».
Νομίζω πως το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις το βάζει μια διατύπωση σαν την παρακάτω (πηγή):

[...] Κάπου εκεί, για μένα το πράγμα γίνεται περίεργο και επικίνδυνο. Πώς συναιρούνται οι άσχετοι με τους φιλολόγους, οι έξυπνοι –υπάρχουν και τέτοιοι!– και οι γκάου μπίου; Όλοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: θεωρούν πως είναι οι αμφισβητίες, αυτοί που θα απειλήσουν το κατεστημένο. Αυτοί που θα αποκαλύψουν αυτά που μας κρύβουν, που θα ψάξουν κτλ. Είναι τραγικό, αλλά η σύγχρονη “εναλλακτική” κουλτούρα κατευθύνεται κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση, όσο διαφορετικά μονοπατάκια κι αν παίρνει. Φτάνει τόσο μακριά όσο στους χώρους των αναρχικών, αντιεξουσιαστών (εξάλλου θεωρητικά όλοι αυτοί είναι αντιεξουσιαστές, αυτή είναι μια άλλη τους καραμέλα).

αυτόχθονος του Έλληνος

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...