10.6.07

Ο Καβάφης και η εποχή μας

Το ανέκδοτο ποίημα «Ποσειδωνιάται», αν και γραμμένο στα 1906, δεν είχε ανακαλυφθεί όταν ο Σεφέρης εσχολίαζε ένα-ένα τα ποιήματα του Καβάφη. Συνεπώς, θέλοντας και μη, θα δοκιμάσω τώρα να πορευτούμε χωρίς την έμπειρη συντροφιά του. Με την ευκαιρία, σημειώνω πως, στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, ο Σεφέρης, όταν βρισκόταν στην Cava dei Tirreni, είχε την ηθική άνεση να περιδιαβάσει στον κοντινό αρχαιολογικό χώρο της Ποσειδωνίας, που είναι διεθνώς φημισμένος με το όνομα Paestum. Όχι πως το πράγμα έχει, για μας εδώ, σημασία ―ιδίως που ο Καβάφης, το μόνο μέρος της Κάτω Ιταλίας που είδε ποτέ του, ήταν, τυχαία, το Brindisi. Στο ποίημα, με οδηγό ένα χωρίο του Αθήναιου, μεταφερόμαστε στην Ποσειδωνία τουλάχιστον τέσσερεις αιώνες μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους στα 273 π.Χ. Σημειωτέον πως τούτη η αποικία των Συβαριτών είχε ήδη μετονομαστεί σε Παίστον, από τους Λουκανούς. Ας διαβάσουμε τώρα ολόκληρο το ποίημα, μαζί με την επιγραφή του:

Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Tυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Tυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι και
την τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τα τε πολλά των επιτηδευμάτων,
άγειν δε μιαν τινα αυτούς των εορτών των Eλλήνων έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων όνομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες
απέρχονται. ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ' είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες―
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι ―ω συμφορά!― απ' τον Ελληνισμό.

Η σκηνή, λοιπόν, τοποθετείται ―«έτι και νυν», λέει ο Αθήναιος― μεταξύ δεύτερου και τρίτου αιώνα μ.Χ. Πέρα από την μελαγχολικήν ειρωνία της επιβίωσης ελληνικής εορτής με ονόματα πλέον ακατανόητα, ήγουν κυριολεκτικώς βαρβαρικά, αξιοσημείωτη, θαρρώ, είναι η προβολή μιας αντίληψης του Ελληνισμού ως ένα είδος επίγειου, πολιτισμικού παραδείσου, του οποίου κλειδί είναι η ελληνική γλώσσα. Από αυτήν την άποψη, τούτο το ποίημα υπάγεται και σε μιαν άλλη σειρά συνθέσεων του Καβάφη, οι οποίες έχουν, εν μέρει ή εν όλω, αντικείμενο την γλωσσική ταυτότητα του Ελληνισμού. Η σειρά αυτή ξεκινάει στα 1893 με το ανέκδοτο «Επιτάφιον» και σταματάει στα 1931 με το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» ―το προτελευταίο που ο Καβάφης επρόβαλε να τυπώσει σε μονόφυλλα. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, από την σκοπιά μας, είναι η πρώτη εμφάνιση, στο Καβαφικό έργο, της λέξης Ιταλιώτης ― βάσει της οποίας λέγεται πως ο ίδιος ο ποιητής έπλασε την λέξη Αιγυπτιώτης. Αφ' ετέρου, ομολογώ πως δεν μπορώ να φανταστώ γιατί ο Καβάφης άφησε αδημοσίευτο τούτο το άρτιο ποίημα. Τέλος, είναι ίσως ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως, από τα επτά ποιήματα που μας απασχολούν κυρίως εδώ, μονάχα το «Ποσειδωνιάται» διδάσκεται επισήμως στην κρυπτοφασιστικήν Ελληνική Μέση Εκπαίδευση. Βρίσκεται από το 1984 στο κρατικό αναγνωστικό της Β΄ Γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (σ. 195). ― Μήπως και επειδή είναι από τα σπάνια μη ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, που δεν φαίνονται να αυτοϋπονομεύονται ειρωνικά;

Γ.Π. Σαββίδης, «Η Μεγάλη Ελλάδα του Καβάφη» (1990)


Ίσως εδώ χρειάζεται προσοχή. Ο Σαββίδης λέει "δεν φαίνεται να", αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι δεν "αυτοϋπονομεύεται". Αν δεν αυτοϋπονομεύεται, πάει να πει ότι ο ποιητής συμμερίζεται τον ολοφυρμό των Ποσειδωνιατών. Ίσως. Ίσως ακριβώς λόγω της επίζηλης ιδιότητας του "Ιταλιώτη", να έκρινε ότι και οι -ακόμη- Έλληνες της Αιγύπτου πρέπει να λέγονται "Αιγυπτιώται" (αν όπως "λέγεται", αυτός "ο ίδιος έπλασε τη λέξη").

Ίσως πάλι όχι. Είναι πολλά τα καβαφικά ποιήματα όπου ο θρήνος, η συντριβή και η απώλεια εκφράζονται με ρητορικές αναφωνήσεις του τύπου "ω συμφορά", "ωιμέ", "οίμοι τάλας", και μάλιστα σ'αυτόν τον ιδιότυπο ελεύθερο πλάγιο λόγο, με τις παρενθετικές παύλες και το θαυμαστικό; Είναι και το άλλο που παρατηρεί ο Σαββίδης και πρώτη φορά σήμερα συνειδητοποίησα: "ονόματα πλέον ακατανόητα, ήγουν κυριολεκτικώς βαρβαρικά". Αυτό δεν είναι απλώς καβαφική, είναι ό,τι θα λέγαμε τραγική ειρωνεία. Ο Σαββίδης εντοπίζει μόνο/κυρίως μελαγχολική ειρωνία στη ματαιοπονία της επιβίωσης της νοσταλγικής γιορτής και στην "αντίληψη του Ελληνισμού ως ένα είδος επίγειου, πολιτισμικού παραδείσου, του οποίου κλειδί είναι η ελληνική γλώσσα". Δηλαδή διαβάζει στο ποίημα ένα είδος συγκατάβασης για τους Ποσειδωνιάτες (και πάλι βέβαια αυτό απέχει πολύ από τη συνηθισμένη πατριωτική ανάγνωση του ποιήματος ως διδαχής για γλώσσα και ταυτότητα).

Και όντως πρέπει να υπάρχει συγκατάβαση. Αλλά πρέπει να υπάρχει και ένα στραβό χαμόγελο. Οι Ποσειδωνιάται είναι σαν τους γόνους ξεπεσμένων αριστοκρατικών οικογενειών, με τη διαφορά ότι οι αριστοκράτες πρόγονοι ήταν πολύ παλιά, και δεν καλοθυμούνται και τα ονόματά τους, θυμούνται όμως ότι περνούσαν καλά, είχαν έθιμα αριστοκρατικά. Και βέβαια η άλλη διαφορά είναι ότι δεν πολυκαμαρώνουν: ξέρουν πως οι λέξεις που θυμούνται σε εορτές και πανηγύρεις δεν έχουν αρκετή μαγική δύναμη για να αναστήσουν το παρελθόν που κατασκευάζουν σε αυτές τις θλιβερές τελετές. Απλώς μισούν τον περίγυρό τους και τον εαυτό τους και αυτοτιμωρούνται που άφησαν τον "ελληνισμό" να φύγει από πάνω τους από ολιγωρία. Δηλαδή μαζί με το παρελθόν μεγαλείο που κατασκεύασαν, βρήκαν και τον (αρκούντως ανορθολογικό και μοιρολατρικό) λόγο για τον τωρινό τους ξεπεσμό: άφησαν τη γλώσσα να ξεχαστεί, άφησαν να πάθουν κάτι που δεν έχει γυρισμό (εύλογα ο Σαββίδης υπαινίσσεται τον μύθο του "χαμένου παράδεισου"). Αυτομαστίγωση και παραίτηση.

Παρεμπιπτόντως, για τους φίλους κινδυνολόγους, το ιστορικό γεγονός στο οποίο πατάει το ποίημα, είναι μια πραγματική περίπτωση "γλωσσικής υποχώρησης" και "σταδιακού γλωσσικού θανάτου", για να ξέρουμε για τι μιλάμε και να μην επικαλούμαστε τέτοιους όρους εκεί που καμιά θέση δεν έχουν.

Τέλος, η "σειρά συνθέσεων του Καβάφη, οι οποίες έχουν, εν μέρει ή εν όλω, αντικείμενο την γλωσσική ταυτότητα του Ελληνισμού", όπως λέει ο Σ., μάλλον περιλαμβάνει (χρονολογικά τουλάχιστον επιβεβαιώνεται) και ποιήματα όπως Επάνοδος από την ΕλλάδαΦιλέλλην ("ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ") και, φυσικά, Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης. Δεν μπορεί παρά να υπάρχει συνέχεια. Θυμίζω, άλλωστε, και την κριτική του Καβάφη στη Γραμματική του Hubert Pernot, που είχα δημοσιεύσει αποσπασματικά παλιότερα, όπου οι ενδείξεις για τη γλωσσική ιδεολογία του ποιητή είναι πιο σαφείς από κάθε άλλη πηγή. Τώρα που το θυμάμαι, και στο Ας φρόντιζαν υπάρχει ωραιότατη σάτιρα για την "ελληνική παιδεία" του αφηγητή.

Φαίνεται πως οι Ποσειδωνιάτες είναι αρκετά απατηλό ποίημα. Δεν "φαίνεται". Αλλά μάλλον είναι. Ίσως επειδή ήξερε ότι θα μας παιδέψει να το άφησε ο Καβάφης στα Ανέκδοτα. Αλλά όπως με τις Θερμοπύλες και άλλα, η μοίρα ενός τέτοιου ποιήματος ήταν να γίνει το τάχα προφητικό ποιητικό επιχείρημα στα στόματα γλωσσαμυντόρων. Τους Πολυτονιάτες, πριν από καιρό, τους είχα γράψει σαν ανακλαστική αντίδραση όταν είδα τους Ποσειδωνιάτες αναρτημένους στο ιστολόγιο ενός ευήθους ακροδεξιού κοκκοράκου (που τώρα -ω συμφορά!- έχει και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση). Αλλά αν παθαίνει τέτοια ο Καβάφης, γιατί να γκρινιάζω εγώ που βλέπω τους Πολυτονιάτες συχνά να κοσμούν πατριωτικά ιστολόγια; Απλώς να ξέρουμε ότι και οι Ποσειδωνιάται και οι Πολυτονιάται είμαστε εμείς. Δεν παρωδούν οι Πολυτονιάται τους Ποσειδωνιάτες. Οι Ποσειδωνιάται παρωδούν εμάς.

Συγγραφέας: Τέττιξ

21.2.07

penkwe, quinque, cinque, five, πέντε

Αυτά τα παιχνίδια με φέρνουν σε δύσκολη θέση, όχι γιατί δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ, αλλά γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν έχω να πω και τόσο πολλά. Μου θυμίζει την πρώτη βδόμαδά μου εδώ στα εξωτερικά, με τα αλλεπάλληλα τουνοουαζμπέτερ: σε ένα από αυτά παίζαμε φρίσμπι και όποιος έπιανε και ακολούθως έριχνε έπρεπε να λέει κάτι για τον εαυτό του. Επειδή σύντομα στέρεψα, πρότεινα να το γυρίσουμε σε αποφατική θεολογία, του τύπου "δεν έχω σκύλο, δεν καπνίζω, δεν μου αρέσει να τρώω γόμες" και τα τοιαύτα. Όμως, με κάποιο τρόπο πρέπει να ξεπληρώσω τους θριαμβευτικούς γύρους που έκανα γύρω από την καρέκλα, αναφωνών "με διάλεξε ο thas!". Άρα:

1. Δεν ήμουν καθόλου καλός στην ορθογραφία στην πρώτη δημοτικού. Για την ακρίβεια, δεν είχα καταλάβει τι είναι και προσπαθούσα να κάνω κάτι πιο δημιουργικό. Έγραφα τις λέξεις κάνοντας χρήση όλου του διαθέσιμου οπλοστασίου, ιμπρεσιονιστικά, χαιρόμουν την ελευθερία που δίνει το ελληνικό αλφάβητο, κάθε /i/ πίστευα ότι μπορεί να έχει ό,τι ρούχο θέλει και πίστευα επίσης ότι κάθε γράμμα δικαιούται έναν τόνο, αλλά δεν μπορούν να έχουν όλα, για λόγους πάντα αισθητικούς. Γι' αυτό και έβαζα το πολύ (ήθελα παραπάνω) 3 τόνους σε κάθε λέξη, πάνω από έψιλα, πάνω από λάμδα και κάποτε ασαφώς κάπου στο ενδιάμεσο γραμμάτων για να τον μοιράζονται. Δεν φαντάζεστε την χαρά που έπαθα όταν ανακάλυψα το πολυτονικό (στο αναγνωστικό της πρώτης μάς είχαν αυτούσιο και ένα κείμενο από παλιό αναγνωστικό -νοσταλγικόν, για να μας ξυπνούν αναμνήσεις που δεν είχαμε), κι ας μην έκανα αμέσως χρήση. Για καιρό δεν απόρησα που αυτή η δημιουργική μου ματιά δεν επιβραβευόταν με τις σφραγιδούλες, τα αυτοκόλλητα, τις καραμελίτσες και τα μπαλονάκια τα οποία επιδαψίλευε η δασκάλα στα άλλα παιδιά. Αλλά όταν η μάνα μου είδε την κατάντια μου, παράτησε την δουλειά της έντρομη (ναι, παραιτήθηκε) και ανέλαβε να με μυήσει στο μυστικισμό της θάλασσας με τα δυο της σίγμα. Είχα τόσο ενθουσιαστεί με αυτή την αποκάλυψη που στην επαναληπτική ορθογραφία δεν κρατιόμουν να ακούσω τη λέξη για να δείξω την προσαρμογή μου στη νόρμα που χαρίζει και "άριστα" και "μπράβο", πέρα από μια ξερή μονογραφή. Και πάνω στην ορμή και τον ενθουσιασμό να παρατάξω τα δυο μου σίγμα, φτάνω στο απόγειο της δημιουργικότητας, κάνω την υπέρβαση, πηδάω κάθε φράχτη και γράφω "θάσσα". Πάλι μονογραφή.

2. Δεν μου έλειπαν μέχρι ένα παρελθόν που δεν είναι ακόμα και τόσο μακρινό οι μεταφυσικές αντιλήψεις για την ελληνική γλώσσα. Τώρα βέβαια με ενδιαφέρει ακόμα η μεταφυσική της γλώσσας, αγαπώ με πάθος τα αρχαία ελληνικά, αλλά δεν κυνηγώ πρωτοτυπίες, μεγαλεία και εξω-λογικές ιδιότητες εκεί που δεν υπάρχουν. Πιστεύω πως αν ψάξεις ιδιαιτερότητες και όχι μόνο απροκατάληπτα εκεί που πραγματικά υπάρχουν (λέω στη λογοτεχνία, στα κείμενα, αλλά και στο σύστημα της γλώσσας), έχεις πιθανότητα να βρεις πολύ πιο αξιόλογα και εντυπωσιακά πράγματα. Καταλαβαίνω πλέον αυτούς που η επιδερμική επαφή με τα a priori "ανυπέρβλητα" τους φάνηκε απογοητευτική και δύσβατη (ο κανόνας είναι π.χ. τα "μεγάλα κείμενα" να μη λένε και πολλά και ενδιαφέροντα και καινούργια εκ πρώτης όψεως) και τους έκανε να αναπληρώσουν την ανατριχίλα που δεν βρήκαν με την μία με υπερερμηνείες στην καλύτερη περίπτωση ή με παραισθήσεις ψυχιατρικού συχνά ενδιαφέροντος. Για να μην πάω πάλι σε περιπτώσεις ιδεολογικών παρεμβολών, χαρακτηριστικό πάντα παράδειγμα είναι οι παραστάσεις και πολλές μεταφράσεις του Αριστοφάνη.


3. Μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή μου έγινε όταν, περί τη Β΄ Γυμνασίου, στο πικάπ, αντί για τον δίσκο με την Έβδομη (μάλλον) συμφωνία του Μπετόβεν (ήμουν σίγουρος ότι αυτόν είχα αφήσει), βρέθηκε το Χαμόγελο της Τζοκόντας. Επιστράτευσα όλο τον ωδειακό μου σνομπισμό για να βρω ψεγάδια και ευτέλειες σε αυτή τη μουσική. Δεν τα κατάφερα κι από τότε με στοίχειωσε. Πού είναι το "δεν" αυτής της εξομολογήσεως; Τελικά δεν μου πολυαρέσει ο Μπετόβεν. Προτιμώ τον Μότσαρτ. (Δεν μου αρέσει καθόλου ο Θεοδωράκης, μουσικός και μη, και ακόμα δεν έχω καταλήξει αν φταίω για αυτό). Με τον Σοστακόβιτς έμαθα την κυριολεξία της φράσης "γέλια μέχρι/μετά δακρύων", τον (αυτομαστιγωτικό) σαρκασμό, την διακριτική σοφία του επιδεικτικά λάθους.

4. Στο πανεπιστήμιο, τα περισσότερα μαθήματα πρώτα τα πέρασα και μετά τα κατάλαβα (μερικά τα διάβασα κιόλας).

5. Δεν πίνω μπίρα ούτε επί πληρωμή, γι’ αυτό στις βρετανικές παμπ πίνω άσπρο κρασί και με παρεξηγούν κακεντρεχείς Κύπριοι καθηγητές από τη Θεσσαλονίκη.


Το μπαλάκι το πετάω στον Φοινικιστή, στους Ανορθόγραφους (είτε ως ομάδα, είτε στον καθένα ξεχωριστά), στον hominid, στον Dr Moshe, στον Γιάννη Χάρη και (επειδή μάλλον οι ανορθόγραφοι έχουν ξαναπροσκληθεί) στον funel, εάν και εφόσον θέλουν. Δόξα να ’χει ο Τσόμσκι, είμαστε πλέον πολλοί οι γλώγκερς (ωχ, το χειρότερο φύλαγα για το τέλος).

Συγγραφέας: Τέττιξ

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...