28.2.05

Η εθνική μας μειονεξία

Θα ξέρετε το τραγουδάκι για την εθνική μας μοναξιά. (Θα ξέρετε επίσης πως είμαστε έθνος ανάδελφον). Μοναχική και σπάνια μες στα Βαλκάνια, η Ελλάδα αγαπά να τραγουδά τα συμπλέγματά της. Εγώ όμως λέω σήμερα να ψάλω κάτι άλλο: την εθνική μας μειονεξία. «Γιατί εθνική», θα μού πείτε, και κυρίως: «γιατί μειονεξία; Το σκέφτηκες πριν το πεις; Βλέπεις καμιά ταπεινότητα γύρω σου; Αντιθέτως, είναι πολλές, δυνατές και επίμονες οι φωνές διεκδίκησης του αρχαίου μεγαλείου και τα περήφανα αιτήματα της επανελλήνισης».

Θα επιμείνω όμως: κόμπλεξ κατωτερότητας και όχι ανωτερότητας βλέπω πίσω από αυτές τις φανφάρες. Και μιας και διάγουμε περίοδο Αποκριών, λέω να προσπαθήσουμε πίσω από τους κάθε λογής μασκαράδες και φασουλήδες των φασιστοκάναλων, να δούμε λίγο και τα πραγματικά τραύματα της νεοελληνικής μας συνείδησης, τραύματα των οποίων φορείς πιστεύω πως είμαστε όλοι, μα με διαφορετική μάσκα ο καθένας.

Πολλοί πιστεύουν –κι εγώ ως ένα βαθμό– πως στην βάση της αντιπαράθεσης υπερπατριωτικών-αντιεπιστημονικών και νηφάλιων-τεκμηριωμένων θέσεων σε ζητήματα γλώσσας, ιστορίας, καταγωγής, κείται η αιώνια αντίθεση «ορθολογισμός:ανορθολογισμός» ή «γνώση-επιστήμη:βλακεία-αμάθεια». Αρχίζω όμως να αναθεωρώ, γιατί αυτή η διάκριση μού φαίνεται να έχει κάποια ελαττώματα:
Α) Είναι λίγο ελιτίστικη: εμείς αυτομάτως τοποθετούμαστε στο πρώτο –το κολακευτικό– σκέλος της αντίθεσης
Β) είναι κάπως μανιχαϊστική: δεν λαμβάνει υπόψη τις πολυάριθμες διαβαθμίσεις αποδοχής αντιεπιστημονικών θέσεων, το γεγονός δηλαδή ότι δεν υπάρχουν μόνο οι κραυγαλέες και γραφικές περιπτώσεις Λιακόπουλων και σία., αλλά και άλλες φωνές, με μανδύα «αντικειμενικότερο», γι’ αυτό και πιο επικίνδυνο.

Θα επιμείνω λίγο στο Β, επεκτείνοντάς το σε περιπτώσεις ανθρώπων που αποδεδειγμένα δεν είναι φορείς ακραίων ιδεολογιών:

-γιατί υπάρχουν και διανοούμενοι με έντονα ελληνοκεντρικές θέσεις; (ο Θεοδωράκης δεν ήταν που έδινε συνεντεύξεις στον Δαυλό;)
-γιατί ο Σαββόπουλος προ ετών προσπαθούσε να αποδείξει ότι η Νέα Ελληνική έχει βραχέα και μακρά φωνήεντα;
-γιατί υπάρχουν αξιόλογοι ηθοποιοί και τραγουδιστές (π.χ. έχω ακούσει τη Χρυσούλα Διαβάτη και τον Νίκο Παπάζογλου να το λένε) που ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να διαβάσουν χωρίς τόνους και πνεύματα;
-γιατί ο αξιολογότατος κατά τα άλλα μυκηναϊστής και ομηριστής καθηγητής Ι. Προμπονάς σε πρόσφατο άρθρο στο "Άρδην" ταυτίζει τους Προέλληνες με τους Πρωτοέλληνες και διατυπώνει ασύστατες υποθέσεις για την σχέση της Ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας με την Ελληνική;

Είναι όλοι αυτοί ανορθολογιστές και αφελείς με μειωμένη ικανότητα λογικών συλλογισμών; Ή τάχα εκφράζουν σε ορισμένες μόνο πτυχές της δράσης τους μια ελλειμματική εγκεφαλική λειτουργία;

Νομίζω τελικά πως δεν είναι η απουσία κριτικής ικανότητας –ή μάλλον όχι αποκλειστικά αυτή- το ελατήριο για την ανάπτυξη -ολίγον ή περισσότερον- μεγαλοϊδεατικών απόψεων, απόψεων που ως κοινό γνώρισμά τους έχουν την κακή σχέση με την αυστηρή λογική και με την πραγματικότητα, την επιστημονική και όχι μόνο. Ο ανορθολογισμός φοβάμαι πως είναι σύμφυτος, πως ενυπάρχει σε όλους ως το «υπανάπτυκτο κομμάτι του εαυτού μας, που μια ευκαιρία χρειάζεται για να εκδηλωθεί» (λόγια που είχε χρησιμοποιήσει κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις, για να χαρακτηρίσει κάτι παρόμοιο, ίσως υπώνυμο του ανορθολογισμού, τον φασισμό). Όσο και να επαιρόμαστε για τον ορθολογισμό μας, την αυστηρή μας προσήλωση στα αξιώματα της λογικής, όλο και κάπου θα συλλάβουμε τον εαυτό μας να κατατρύχεται από ανορθολογικές σκέψεις, εμμονές, προκαταλήψεις, φόβους, εσωτερικευμένες πλάνες (να μιλήσω για θρησκείες; Για ξεματιάσματα; Για αεροπλανο-/υψο-/κλειστο-/κατσαριδο-φοβίες; Για ζήλιες και άλλα παρόμοια βάσανα ων ουκ έστι αριθμός;). Συνεπώς ο ανορθολογισμός δεν μπορεί να είναι το αναγκαστικό και γενεσιουργό αίτιο για την ανάπτυξη ιδεολογημάτων-για να επιστρέψουμε στο θέμα μας-, είναι απλώς το έδαφος. Αυτό που θέτει σε κίνηση τον ανθρώπινο ανορθολογισμό είναι ίσως μια κατάσταση ψυχολογική, ατομική ή συλλογική. Ένα ιστορικό προηγούμενο είναι ίσως ο γερμανικός λαός, ο οποίος μάλλον δεν είναι φορέας του γονιδίου του ναζισμού, αλλά υπέστη μια μεγάλη ταπείνωση ύστερα από τον Α’ Παγκόσμιο.

Τι συμβαίνει όμως με τους νεοέλληνες; Ποια είναι άραγε η αυτοεικόνα μας ως πολιτών της Ελλάδας; Δεν αισθανόμαστε ριγμένοι και παντοιοτρόπως αδικημένοι; Δεν υπέστημεν άδικα μια σκλαβιά 400 χρόνων που μας στέρησε την δυνατότητα ανάπτυξης την κατάλληλη εποχή; Δεν χτυπηθήκαμε άγρια από τη μοίρα σε επίπεδο οικονομικό, τεχνολογικό, βιομηχανικό; Δεν νιώθουμε (τουλάχιστον έτσι εγώ άκουγα στο σχολείο-από το Δημοτικό ακόμα) ότι είμαστε 50-100 χρόνια πίσω από μια μέση ανεπτυγμένη χώρα; Σε εμάς δεν έλαχαν όλοι οι ανάξιοι βασιλείς και οι κακοί κυβερνήτες; Εμείς δεν είμαστε το αιώνιο και αδύναμο άθυρμα στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων; Δεν είμαστε κατά βάθος ο φτωχός, δαρμένος και (εμφανιζόμενος ως) υποτακτικός Καραγκιόζης; Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν έχουμε φυσικό πλούτο, δεν έχουμε τεχνολογία, είμαστε λίγοι και χρεωμένοι (έχουμε βέβαια τον πολιτισμό μας). Είμαστε παντού τελευταίοι. Το κράτος μας είναι ανύπαρκτο, η παιδεία μας κακή και υπονομευόμενη, η θέση μας διεθνώς ασήμαντη και αντικείμενο χλευασμού.

Μήπως κατά βάθος, όταν ο νεοέλληνας αναγαλλιάζει μαθαίνοντας πόσο αρχαίος και σπουδαίος είναι, απλώς ντρέπεται; Θα έλεγα μάλιστα πως έχει συνηθίσει να ντρέπεται. Ντρέπεται παθολογικά και χρονίως. Για αυτό μιλώ για μειονεξία. Και τείνω να καταλήξω στην άποψη πως η αυξανόμενη τάση για επιμήκυνση της ελληνικής ιστορίας και απόδοσης στο παρελθόν ιδιοτήτων …μεταφυσικών, είναι ένας μηχανισμός υπεραναπλήρωσης αυτής της –στρεβλής επίσης, μα εσωτερικευμένης–μειωμένης αυτοεκτίμησης. Επαναδιατυπώνω λοιπόν την... αιρετική μου θέση: ο Νεοέλληνας δεν είναι φύσει αλαζόνας, σοβινιστής (με την έννοια που το λέμε για τους Γάλλους): αντίθετα πιστεύω πως είναι κακομοίρης, μεμψίμοιρος και γι’ αυτό ψωροπερήφανος.

Είναι φυσικό ο κοινός ανθρωπάκος που βλέπει τηλεόραση, διαβάζει (αν διαβάζει) εφημερίδα και πάει στην εκκλησία να μην κατανοεί τα επιστημονικά πορίσματα, να μην μπορεί να σκεφτεί επιστημονικά. Πιστεύω πως δεν είναι αυτή η μορφή άγνοιας που πρέπει να καταπολεμήσουμε. Κι ούτε πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να υποβάλλουμε αυτούς τους ανθρώπους σε ασκήσεις σκεπτικισμού, για να διαπιστώσουμε το αυτονόητο, ότι ναι όντως, θα προτιμήσουν την κολακεία από την επιστημονική αλήθεια. Αυτό που θα έπρεπε να οικοδομήσουμε (σε συνεργασία με… τι να πώ; ψυχολόγους;) είναι μια καλύτερη –και ρεαλιστικότερη– αυτοεικόνα της Ελλάδας, του πολιτισμού της –διαχρονικά και συγχρονικά– και των δυνατοτήτων της. Να οικοδομήσουμε επίσης ένα κλίμα εμπιστοσύνης με τους ειδικούς κάθε κλάδου- και μόνο αυτούς: να γίνει, έστω και καθυστερημένα, πεποίθηση στον κόσμο ότι, πού να πάρει, για τη γλώσσα θα ξέρει καλύτερα ένας γλωσσολόγος από έναν δικηγόρο ή έναν φυσικό.

Η συνταγή του «σκεπτικισμού» απέναντι στα πάντα είναι μεν σωστή, αλλά μού φαίνεται ανεφάρμοστη και ολίγον διανοουμενίστικη. Είναι αρκετό να καταλάβουμε ότι για να κρίνουμε έναν γνωστικό χώρο –και πολύ περισσότερο να επικρίνουμε– χρειαζόμαστε τα κατάλληλα εργαλεία. Άλλωστε και κάποιοι από τους «γραφικούς» εμφανίζονται ως «σκεπτικιστές» και «αμφισβητίες των παραδεδεγμένων».
Νομίζω πως το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις το βάζει μια διατύπωση σαν την παρακάτω (πηγή):

[...] Κάπου εκεί, για μένα το πράγμα γίνεται περίεργο και επικίνδυνο. Πώς συναιρούνται οι άσχετοι με τους φιλολόγους, οι έξυπνοι –υπάρχουν και τέτοιοι!– και οι γκάου μπίου; Όλοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: θεωρούν πως είναι οι αμφισβητίες, αυτοί που θα απειλήσουν το κατεστημένο. Αυτοί που θα αποκαλύψουν αυτά που μας κρύβουν, που θα ψάξουν κτλ. Είναι τραγικό, αλλά η σύγχρονη “εναλλακτική” κουλτούρα κατευθύνεται κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση, όσο διαφορετικά μονοπατάκια κι αν παίρνει. Φτάνει τόσο μακριά όσο στους χώρους των αναρχικών, αντιεξουσιαστών (εξάλλου θεωρητικά όλοι αυτοί είναι αντιεξουσιαστές, αυτή είναι μια άλλη τους καραμέλα).

αυτόχθονος του Έλληνος

Baragmi

Γλωσσικό κόμπλεξ;;

Θυμάμαι κατά καιρούς διάφορους αυτόκλητους γλωσσαμύντορες, είτε εθνικιστικής είτε καθαρά φασιστικής είτε ελληνορθοδοξοχριστιανικής (φτου!) ιδεολογίας, που είχαν βαλθεί να σώσουν την ελληνική μας γλώσσα από τον αφανισμό, ο οποίος σύμφωνα πάντα με αυτούς είχει πάρει τη μορφή δανείων από ξένες γλώσσες και greeklish. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός του δανεισμού ως κάτι φυσιολογικό βρε αδερφέ, να δουν τα greeklish ως εξυπηρέτηση για όσους χρησιμοποιούσαν υπολογιστή και κινητό τηλέφωνο, να ανεχτούν ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφράζεται και μάλιστα αρχαιοπρεπώς όλη η τεχνολογική ορολογία η οποία εισέρχεται στη γλώσσα με τεράστια ταχύτητα. Δεν συμφώνησα ποτέ μαζί τους, και πάντα τους έβλεπα σαν υπερβολικά άτομα που βασανίζονταν από μανία καταδίωξης, εφευρίσκοντας συνεχώς αόρατους εχθρούς που μηχανορραφούσαν –από φθόνο φυσικά– είτε εναντίον της ελληνικής γλώσσας, είτε της ιστορίας, είτε ολόκληρης της Ελλάδας τέλος πάντων.

Αυτή η εισαγωγή μάλλον ήταν μια προσπάθεια να διαχωρίσω τον εαυτό μου από αυτά τα άτομα, γιατί αφού διαβάσετε τα παρακάτω μπορεί να με κατατάξετε εκεί..

Να ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι ανήκω στην κατηγορία των μη γλωσσολόγων, η οποία έχει όμως και υποκατηγορίες. Μία από αυτές είναι οι πολέμιοι των πραγματικών γλωσσολόγων, που πιστεύουν ότι παρά την έλλειψη γλωσσολογικής παιδείας είναι ικανότατοι να σχηματίζουν επιστημονικές (γκουχ) θεωρίες και να αποφαίνονται πάνω σε καθαρά επιστημονικά θέματα, και μάλιστα έχουν και το δικαίωμα (ή μάλλον το βαρύ καθήκον) να διαφωτίσουν και το λαό μέσω των ΜΜΕ. Όσον αφορά την εκπαίδευση και την κατάρτιση, δεν την περιφρονούν, απλά πιστεύουν ότι οποιοσδήποτε που έχει πτυχίο πανεπιστημιακού ιδρύματος, και κυρίως στις θετικές επιστήμες, μπορεί να ασχοληθεί με ένα γλωσσικό θέμα. Η άλλη κατηγορία λοιπόν, στην οποία κατατάσσω εγώ τον εαυτό μου, είναι οι κολλητσίδες (γνωστοί και ως τσιμπούρια) των γλωσσολόγων, που παρόλο που δεν είναι γλωσσολόγοι κι ένας θεός το ξέρει αν ποτέ θα ικανοποιηθεί ο διακαής τους πόθος να γίνουν, τη βρίσκουν με το να παρενοχλούν (κυριολεκτικά) τους γλωσσολόγους με ερωτήσεις, να μπαίνουν στα αμφιθέατρά τους και να τους πιάνουν τις θέσεις, να γνωρίζονται με τους καθηγητές τους, να γράφουν στα fora και τα blog τους, και παρόλο το σεβασμό ή ακόμη και το δέος που νιώθουν για τους δύσμοιρους γλωσσολόγους, έχουν βαλθεί στο να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη!

Αυτή ήταν μάλλον άλλη μια εισαγωγή για να προειδοποιήσω και να προσπαθήσω να δικαιολογήσω την ημιμάθειά μου, την τυχόν κακή ορθογραφία μου, να κερδίσω την εύνοια του ακροατηρίου και κυρίως για να ζητήσω συγγνώμη για την παρουσία μου σε έναν γλωσσολογικό ιστοχώρο. Αν μου δώσατε άφεση αμαρτιών, προχωρήστε παρακάτω.

Είχα σκοπό λοιπόν να γράψω για ένα φαινόμενο που εγώ αυθαίρετα βάφτισα γλωσσικό κόμπλεξ και που κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι και πολιτισμικό κόμπλεξ. Το γεγονός ότι, για να θεωρήσουμε κάτι αξιόλογο, γοητευτικό, ποιοτικό, πρέπει απαραίτητα και να έχει έναν ξένο τίτλο, ή να είναι αλλοδαπής προελεύσεως, νομίζω αποτελεί ένα σύμπτωμα γλωσσικού κόμπλεξ. Τώρα θα μου πείτε, μα καλά, είναι δυνατόν από τη μία να λέω ότι είμαστε αλαζόνες ως λαός, ότι πιστεύουμε στη φυλετική-γλωσσική-πολιτισμική-θρησκευτική ανωτερότητά μας, και από την άλλη να κάνω και διάγνωση γλωσσικού κόμπλεξ;; Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό (που μάλλον φαίνεται), κατά την ταπεινή μου γνώμη ισχύει. Και οι δύο είναι παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται στον λανθασμένο προσανατολισμό μας. Και δεν εννοώ ότι έχουμε γλωσσικό κόμπλεξ επειδή δεν λέμε το φαξ «τηλεομοιότυπο» ή όπως αλλιώς το μεταφράσαμε, αλλά επειδή όταν ήδη υπάρχει μια ελληνική λέξη, όχι αρχαΐζουσα, ούτε καν περίεργη, αλλά μια χαρά λέξη, πολλοί από εμάς προτιμάμε να χρησιμοποιήσουμε μια ξένη, άγνωστη σε αρκετούς συμπατριώτες μας, γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα προξενήσουμε το θαυμασμό των γύρω, ότι θα φανούμε πιο .. τρέντυ (είδατε που το κάνω κι εγώ;;) και μοδάτοι. Επίσης αν προσέξουμε γύρω μας, θα παρατηρήσουμε ότι τα πιο ακριβά και δημοφιλή καταστήματα, εστιατόρια, κέντρα διασκεδάσεως, έχουν ξένα ονόματα ή συνθήματα, ή ακόμη χειρότερα, απευθύνονται στους πελάτες τους αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα. Θυμάμαι μια διαφήμιση στην τηλεόραση για ένα ουίσκι, όπου τρία στελέχη μεγαλοεταιριών έμπαιναν καθημερινά στο ίδιο βαγόνι του μετρό και δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει μια κουβέντα. Όταν τελικά αποφάσισαν να την ανταλλάξουν τη ρημάδα, χρησιμοποίησαν αγγλικά, παρόλο που ήταν σε ελληνικό έδαφος. Θα μου πείτε, μπορεί να ήταν ξένοι που δούλευαν στην Ελλάδα, αλλά έλα που αυτό είναι ένα από αναρίθμητα παραδείγματα. Προχτές είχα την τιμή να περπατήσω στην Ιωάννου Μεταξά, τη γνωστή αυτή εμπορική οδό της Γλυφάδας, και πήρε το μάτι μου μια βιτρίνα ενός καταστήματος Prince Oliver, που απ’ότι έχω ακούσει ψωνίζουν μέλη μιας κάποιας κοινωνικής τάξης. Στη βιτρίνα έγραφε με πολύ μεγάλα γράμματα: «Who gives more discount? We do – Prince Oliver», ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, αν η βιτρίνα έγραφε «Ποιός έχει τις μεγαλύτερες εκπτώσεις; Εμείς, η μπουτίκ Prince Oliver» (είπαμε, δεν θα το μεταφράσουμε ο Πρίγκηπας Όλιβερ), θα διατηρούσε αυτή την εικόνα κύρους και φινέτσας που της είχε εξασφαλίσει η χρήση της αγγλικής γλώσσας; Θα έβλεπαν οι πελάτες το κατάστημα με τα ίδια μάτια; Υποψιάζομαι πως όχι, κι αν πράγματι είναι έτσι, τότε ίσως να υπάρχει γλωσσικό κόμπλεξ. Πολλές ξένες λέξεις μας είναι πραγματικά απαραίτητες, είτε γιατί δεν βρίσκουμε ακριβή μετάφραση, είτε γιατί έτσι τις συνηθίσαμε και μας εξυπηρετούν. Αρκετές φορές όμως αφήνουμε στο περιθώριο ελληνικές λέξεις, που μας εξυπηρετούν καλύτερα και γίνονται κατανοητές από όλους τους συνομιλητές μας, για να χρησιμοποιήσουμε για ξένη λέξη μόνο και μόνο γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα εντυπωσιάσουμε.

Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι οι Νεοέλληνες έχουμε πάρει λίγο στραβά τα πράγματα. Από τη μία πιστεύουμε ότι το παρελθόν μας αποδεικνύει την καθολική ανωτερότητα μας, από την άλλη νιώθουμε μάλλον ντροπή για το παρόν μας και αρεσκόμαστε στο να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους (π.χ. 400 χρόνια Τουρκοκρατίας) και να αφηνόμαστε σε μιμητικές συμπεριφορές άλλων λαών που πιο πολύ ζηλεύουμε παρά θαυμάζουμε (π.χ. Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, Β. Αμερική). Κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει μέσα από την παιδεία να γνωρίσουμε καλύτερα και να αποδεχτούμε την Ελλάδα έτσι όπως είναι σήμερα, να τη σεβαστούμε και να μη τη θεωρούμε ούτε την παρακμή του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου, ούτε το φτωχό ανάπηρο συγγενή άλλων χωρών, τις οποίες πρέπει και να μιμούμαστε.

Όπως ανέφερα και πριν, δεν είμαι γλωσσολόγος, και το ότι είμαι τσιμπούρι γλωσσολόγων δεν δίνει κανένα ιδιαίτερο κύρος σε όσα έγραψα. Στο τέλος αυτού του κειμένου, και αφού είχα την ατυχία να το ξαναδιαβάσω, διαπιστώνω αρκετές αντιφάσεις και μια δόση βλακείας. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να πιάσω δουλειά στο plegma...

Συγγραφέας:

Αυτόχθων Ιάπων (η) (σημ. η Ιαπωνία είναι αποικία -από τις πρώτες- των Ελ και από το 23.263 π.Χ. μιλάει την πελασγική ελληνική!)

12.2.05

Έστιν ουν περιγλώσσιο

Αγαπητοί συνέλληνες, καλωσορίσατε στο «περιγλώσσιο». Ημείς ο αυτόχθων αισθανόμαστε την ανάγκη να σάς συστηθούμε, ωστόσο δεν θα το κάνουμε –ακόμα… Για αρχή, θα σας συστήσουμε το περιγλώσσιο.

Το περιγλώσσιο λοιπόν είναι ένα τρακάρισμα. Συγκεκριμένα, τράκαρε η λέξη «περισκόπιο» με την λέξη «υπογλώσσιο». Οι δράστες του παρόντος ημερολογίου (είπαμε ποιοι: ημείς ο Αυτόχθων) εμφορούνται από προθέσεις δόλιες και σχιζοφρενικές, εθνοπροδοτικές και εθνοσωτήριες την ίδια στιγμή. Κέντρο των συζητήσεων θα είναι η γλώσσα και κάτι μας λέει ότι σύντομα θα παρατηρηθεί μεγάλη αποκέντρωση!

Για να μην είναι αυτή η εγγραφή ένα τυπικό καλωσόρισμα, ο Αυτόχθων ο Έλλην κρίνει σκόπιμο να παρουσιάσει και μια ενδιαφέρουσα, καλλιτεχνική ως επί το πλείστον, είδηση. Όταν ακούει κανείς να συνενώνεται η ποίηση του Παλαμά με μια …δισκογραφική πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Αθηνών, τι μπορεί κανονικά να περιμένει, πέρα από ένα ακαδημαϊκό έως και μουχλιασμένο αισθητικά αποτέλεσμα; Κι όμως. Ο δίσκος «Δεν ξέρω παρά να τραγουδώ», ο οποίος κυκλοφορεί νομίζω εδώ και λίγες εβδομάδες, είναι μια συλλογή αξιοπρόσεκτων τραγουδιών που προέρχονται από τους καλύτερους ίσως σημερινούς συνθέτες στην χώρα μας. Μεταξύ αυτών ο Νίκος Ξυδάκης, ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων (όσοι φανταστήκατε, σωστά φανταστήκατε: Ξυδάκης και Λουδοβίκος μελοποίησαν τον «Τάφο»). Από τα τραγούδια αυτά, που μεταδόθηκαν συγκεντρωμένα προσφάτως από το Τρίτο Πρόγραμμα, ο συντάκτης του παρόντος ξεχώρισε το εξής, το οποίο τού φαίνεται διπλά απίστευτο (1. φαίνεται απίστευτο ότι οι στίχοι αυτοί είναι του –συνήθως μεγαλόστομου– Παλαμά 2. φαίνεται απίστευτο ότι ο συνθέτης της συγκλονιστικής μουσικής αυτού του τραγουδιού –Τάσος Ρωσόπουλος– είναι ακόμα σχετικά άγνωστος):

Μέσα μου ανοίχτηκε βαθύ πηγάδι
Σκοταδερό.
Μέσα του κάθε φωνούλα βόγγισμα
Λυπητερό.
Μέσα μου ολάνοιχτο βαθύ πηγάδι
Χωρίς νερό.

Κι η πέτρα μέσα του πάει πέφτει
Χάνεται και δεν χτυπά
Βαθιά όλα μέσα μου και άδεια
Και τίποτε δεν φέγγει
Τίποτε που ν’ αγαπά.

(προέρχεται από την ποιητική συλλογή «Οι Πεντασύλλαβοι» την οποία δεν έχουμε στα χέρια μας, γι’ αυτό και η στίχωση έγινε κατά το δοκούν, σύμφωνα με την εντύπωση που άφησε το τραγούδι)


Αυτόχθων ο Έλλην.

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...