15.12.08

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…)
Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε και αρκετά μακριά για να μην καταλάβουμε τι είχε γίνει. Δεν δώσαμε σημασία...* Είδατε λάμψη να συνοδεύει το μπαμ που μου περιγράφεις;- Οχι, γιατί από την κατεύθυνση που ακούστηκε το μπαμ εμείς δεν είχαμε οπτική επαφή, διότι μπροστά μας ήταν τοίχος... Για να δεις τι συμβαίνει στην οδό Ναυαρίνου πρέπει να φύγεις στη μέση του πεζόδρομου της Τζαβέλλα.
(…)
Ο Αλέξανδρος έπεσε κάτω, αν δεν κάνω λάθος στον πρώτο ή στον δεύτερο πυροβολισμό, σίγουρα πάντως πριν από τον τρίτο... Μετά δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Ο κόσμος φώναζε και κάποιοι σήκωσαν την μπλούζα του Αλέξανδρου. Είδα ότι είχε μια τρύπα στη μέση του θώρακα και λίγο προς την καρδιά. Είχε βγάλει και αίμα... Να σας πω ακόμα ότι οι αστυνομικοί που πυροβόλησαν με το που είδαν τον Αλέξανδρο να πέφτει, έφυγαν. Δεν θυμάμαι προς ποια κατεύθυνση... Στη συνέχεια ήρθε το ΕΚΑΒ και πήρε τον Αλέξανδρο νεκρό. Το λέω γιατί δεν είχε σφυγμό και έβγαλε αίμα από το στόμα...* Τι φωτισμό είχε εκεί που μας περιέγραψες το περιστατικό;- Παρ' όλο που είχε πέσει η νύχτα είχε φως από τις λάμπες στους στύλους που φωτίζουν αλλά και από τα μαγαζιά... Μόνο μία λάμπα δεν λειτουργούσε, αριστερά του Αλέξανδρου... (…)

Οι παραπάνω γραμμές είναι αποσπάσματα από την κατάθεση που έδωσε ο νεαρός φίλος του δολοφονημένου παιδιού που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω σε τι επεξεργασία ακριβώς υποβάλλονται αυτά τα κείμενα , αν ενδεχομένως «ευπρεπίζονται» και αν εξομαλύνονται γλωσσικά ή και δομικά, ώστε από αυθόρμητος προφορικός λόγος να γίνουν στρωτές γραπτές αναφορές. Αυθόρμητα όμως –με τρόπο που με ανησύχησε για τον τρόπο που κοιτάω πια τον λόγο των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των νεότερων –μου άρεσε η ακρίβεια και η ευθύτητα με την οποία κάθε πρόταση του παιδιού αντιστοιχίζεται σε ένα πλήρες καρέ, η ψύχραιμη παρατηρητικότητα (ακούς από πίσω μια σταθερή, ακόμα κι αν είναι ταραγμένη, και συγκροτημένη φωνή), η τρισδιάστατη και λογικά συνεκτική μνήμη του χώρου και του χρόνου.



Κι έχει και μια αρετή η αφήγηση που το παιδί δεν την διδάχτηκε και ποτέ οι δάσκαλοί του δεν θα εκτιμήσουν: δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου κενά ανάμεσα στις προτάσεις, δεν υπάρχουν αόρατες προτάσεις που πρέπει να διαβάσεις ανάμεσα, δεν αναγκάζει τον ακροατή του σε τεκμαιρόμενα νοήματα και υπονοήματα. Ό,τι προθέσεις έχει τις πραγματώνει ρητά. Και επιπλέον δεν σχολιάζει. Δεν χαρακτηρίζει τις κινήσεις του μπάτσου, απλώς τις δείχνει. (Και είναι αρκετό) Δεν υπάρχουν συναισθήματα. (Και δεν φαντάζομαι κάποιο λόγο που αν υπήρχαν τέτοιες φράσεις θα κόβονταν στην απομαγνητοφώνηση.) Υπάρχει μόνο αυτή η κατακλείδα, που πάλι δεν θα άρεσε στους δάσκαλους:


* Θέλεις να μας πεις κάτι άλλο για όλα όσα ξέρεις εσύ;

- Το μόνο που θέλω να σας πω είναι ότι τον Αλέξανδρο δεν τον σκότωσαν. Τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ...
Η φαινομενική αντίφαση, που είναι και η μόνη παραίτηση από την συνεπή κυριολεξία του κειμένου, είναι μια πολύ στοιχειώδης χρήση της μεταγλωσσικής άρνησης (‘metalinguistic negation’), όπου δεν αρνείσαι την αλήθεια, αλλά την γλωσσική έκφραση αυτού που αρνείσαι. Το «σκότωσαν» δεν είναι αρκετό. Και η απόκρυψη της ακριβούς φύσης του εγκλήματος είναι τελικά ψέμα, πρόκληση και χλεύη.













Ένα τραγικό λογοπαίγνιο σχηματίζουν οι αριθμοί σε αυτή την εικόνα. Η νέα πινακίδα διορθώνει την παλιά και λέει: "αυτός ο δρόμος σταματά στα 15".


Ο ενήλικος λόγος που συσσωρεύεται στην άλλη μεριά, γύρω από το συμβάν και τα συμβάντα, αντιτίθεται λαμπερά στον ισχνόν αυτό χαρακτήρα (κατά τους αρχαίους υφολόγους --ευχαριστώ, Τιπούκειτε) του λόγου του παιδιού. Και φυσικά δεν έχω να πω τίποτα πρωτότυπο, αφενός γιατί δεν έχω κάνει την υπεύθυνη έρευνα που κάνουν σε άλλα μπλογκ, αφετέρου επειδή τις σκοπιμότητες τις ξέρουμε και τις αναγνωρίζουμε και χωρίς ανάλυση ομιλίας (της οποίας γνώστης δεν είμαι).



Θα πω μόνο πως όλα τα λεκτικά εργαλεία της εμμεσότητας μοιάζουν να επιστρατεύτηκαν τις τελευταίες μέρες στην υπηρεσία της συγκάλυψης, της υποκρισίας και της χειραγώγησης. Οι ελεεινότερες σκοπιμότητες βρίσκουν καταφύγιο στην γνωστή ζώνη που χωρίζει –και ενώνει- «αυτό που λέγεται» από «αυτό που επικοινωνείται», μέσα από τα πάγια μόρια που συνθέτουν αυτή τη σκοτεινή ύλη της επικοινωνίας:


--τα υπονοήματα, υποβολιμαίες πλην όχι λογικά αναγκαίες συνεπαγωγές του λεγόμενου «συνεργατικού» ομιλητή του Grice, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν απλώς χυδαία και υβριστικά υπονοούμενα: «Το παιδί είχε αποκλίνουσα συμπεριφορά» (υπονόημα: δεν έχασε και τίποτα σπουδαίο το κοινωνικόν σύνολον), «τα παιδιά των πλουσίων οικογενειών του Ψυχικού που εκλαμβάνουν τα Εξάρχεια ως χώρο διασκέδασης» (υπονόημα: ο αγώνας των ΜΑΤ είναι αγώνας ταξικός, αυτοί είναι που τα βάζουν με πλούσιους ψευτο-αντιεξουσιαστές).

Η γλώσσα εκδικήθηκε κάποια στιγμή τον εμπνευστή των ανωτέρω και, σε προφορική του δήλωση, εξέφρασε ρητά κάτι που ειδάλλως θα περνούσε απλώς ως υπονόημα και η πρόκλησή του δεν θα γινόταν άμεσα εμφανής: στο ποιηματάκι που είχε ετοιμάσει με αναμενόμενη διατύπωση «το αν έπρεπε να πυροβολήσει ο αστυνομικός θα το κρίνει η δικαιοσύνη», παρεισέφρησε και το μοιραία συνεπαγόμενο, ότι δηλαδή και το ίδιο το αν έπρεπε να πεθάνει το παιδί θα το κρίνει η δικαιοσύνη, που ανατρίχιασε τους πάντες, μέχρι βέβαια να έρθει η διόρθωση από το ίδιο στόμα: το είχε ήδη κρίνει ο Θεός.

-- τις προϋποθέσεις , εγκιβωτισμένες προτάσεις που καλούμε τον ακροατή μας να προϋποθέσει ως αληθείς. Στην κατάπτυστη ριάλιτι εκπομπή που παρουσιάζει η σύντροφος του γνωστού ακροδεξιού βουλευτή, ιδιοκτήτη εθνικιστικού εκδοτικού οίκου και γραφικού τηλεπλασιέ Αδώνιδος Γεωργιάδη, και συγκεκριμένα στην εκπομπή της 11ης Δεκεμβρίου, πάνω στην κορύφωση των γεγονότων, ο παίκτης, Αρμένιος μετανάστης με άψογα ελληνικά, ρωτήθηκε τα εξής: «Ντρέπεσαι για τα αφτιά σου;» (δεν νομίζω πως θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να αναδιατυπωθεί ως «ντρέπεσαι που έχεις όμορφα, μικρά αφτιά;»), «Είσαι θυμωμένος που η αδερφή σου δεν σου λέει τον λόγο που σας εγκατέλειψε η μητέρα σου;» (η προϋπόθεση ορίζεται τυπικά ως αυτή η συνθήκη μιας πρότασης που κρίνεται αληθής , είτε η ευρύτερη πρόταση είναι αληθής είτε ψευδής. Η στρατηγική της εκπομπής είναι να στήνει συχνά τέτοιες παγίδες με ρήματα «γεγονοτικά», όπως το «θυμώνω που»/«στενοχωριέμαι που» κ.λπ. που πάντα δημιουργούν προϋποθέσεις). Και κοντά σε αυτές, ήταν βέβαια και άλλες στερεοτυπικές ανακριτικές ερωτήσεις όπως: «έχεις φτύσει στο φαγητό πελάτη σου;», «έχεις κλέψει; /αρπάξει απ’ τα σκουπίδια;», «για x χιλιάδες ευρώ, θα γινόσουν συνοδός κυριών;», «για ψ χιλιάδες ευρώ θα αρνιόσουν την καταγωγή σου;».


--και βέβαια τις πολλές, άφθονες ακυρολεξίες των πολιτικών, τις περίτεχνες μεταφορές, τις ειρωνείες του Pretenderη (κλέβω από Χάρη), τις υπερβολές αλλά και τους «μετριασμούς»/απόπειρες υποβάθμισης από επίσημα χείλη και από ανεξάρτητους δημοσιογράφους…


Και απέναντι σε αυτές τις ακυρολεξίες, η άμεση και διαχρονική (λεξικοποιημένη, θα'λεγε κανείς) μεταφορά «μπάτσος γουρούνι» και οι System of a Down, που δίκαια η Ελληνοφρένεια τους έκανε σάουντρακ των ημερών, που σαν έκπτωτοι άγγελοι, μισοί Αρμένιοι και μισοί διάβολοι ουρλιάζουν «I cry when angels deserve to die»: http://uk.youtube.com/watch?v=mdRd3k4CIAg*


*(πάλι βοήθεια, πώς φορτώνουμε το βίντεο;)

26.1.08

Η εποχή του διαδικτύου

Η εποχή του διαδικτύου. Μια εποχή καινούργιων διαστάσεων επικοινωνίας. Οι ανακαλύψεις της τυπογραφίας, του τηλεγράφου, του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης οδήγησαν κάπως ομαλά στο πέρασμα από το κείμενο στο υπερκείμενο. Ωστόσο, οι συνέπειες του υπερκειμένου είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αντιληπτές από το σύγχρονο άνθρωπο. Ας δούμε έστω και υπό τη μορφή απαρίθμησης ορισμένα ζητήματα που μπορούμε να αναπτύξουμε στις διαδικτυακές επισκέψεις και γιατί όχι συσκέψεις.

Τι αλλάζει;

Αλλάζει η αντίληψη του χρόνου: άμεση μετάδοση μηνυμάτων (εικόνας, ήχου και βίντεο) σε ένα υπερ-κείμενο.

Αλλάζει η αντίληψη του χώρου: μετάδοση του μηνύματος, χωρίς υπερβολή, την ίδια ώρα σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Αλλάζουν οι κώδικες: Η επικοινωνία ανάλογα με το μέσο δεν είναι είτε γραπτή, είτε προφορική, αλλά είναι γραπτή, ηχητική, εικονική, κινούμενη εικονική (δηλ. εικόνα σε χρόνο).

Η γλώσσα προσαρμόζεται στις καινούργιες ανάγκες επικοινωνίας: με λίγα λόγια το διαδίκτυο αποτελεί σημαντική πηγή γλωσσικού εμπλουτισμού, αλλά και χώρος γλωσσικού πειραματισμού.

Αλλάζουν τα μέσα: στο παλιό καλό χάρτινο βιβλίο,εφημερίδα κτλ. προστίθενται τα καινούργια μέσα οι υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα και ποιος ξέρει τι θα ακολουθήσει!

Αλλάζει ο χρήστης: αποκτά καινούργιες διαστάσεις: Από παθητικός δέκτης του μηνύματος γίνεται δημιουργός. Αποκτά καινούργιες ταυτότητες: γίνεται μπλόγκερ, γίνεται φίλος στο Facebook και επικοινωνεί με διαφορετικού τύπου κοινότητες και ομάδες. Έχει ο ίδιος πρόσβαση σε χώρους παραγωγής γνώσης από όλο τον κόσμο: ερευνητικά ιδρύματα, βιβλιοθήκες, ειδησεογραφικά μέσα κτλ. Η διάσταση του ως συνομιλητής σε χώρο και χρόνο αλλάζει, με πολλαπλές συνέπειες στην επικοινωνία του: οι όροι τηλεδιάσκεψη, χειρουργική στην Αθήνα με το χειρουργό στην Αυστραλία, ζευγάρια εξ αποστάσεως κ.ά. 'περίεργα' καθίστανται πλέον δυνατά.

Υπάρχουν κίνδυνοι: το κυβερνοέγκλημα (πορνογραφία, πειρατεία λογισμικού, χάκερς κτλ.).

Υπάρχει ακόμη και το ζήτημα της ποιότητας των κειμένων, της αξιοπιστίας των συγγραφέων.

Αυτά είναι ορισμένα θέματα συζήτησης περισσότερο, για ένα θέμα μεγάλο που αφορά στη διαδικτυακή επικοινωνία: το πομπό, το δέκτη, το μέσο, την κοινότητα ομιλίας, με κοινωνικές και άλλες διαστάσεις.

Συγγραφέας: Στωικός

10.6.07

Ο Καβάφης και η εποχή μας

Το ανέκδοτο ποίημα «Ποσειδωνιάται», αν και γραμμένο στα 1906, δεν είχε ανακαλυφθεί όταν ο Σεφέρης εσχολίαζε ένα-ένα τα ποιήματα του Καβάφη. Συνεπώς, θέλοντας και μη, θα δοκιμάσω τώρα να πορευτούμε χωρίς την έμπειρη συντροφιά του. Με την ευκαιρία, σημειώνω πως, στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, ο Σεφέρης, όταν βρισκόταν στην Cava dei Tirreni, είχε την ηθική άνεση να περιδιαβάσει στον κοντινό αρχαιολογικό χώρο της Ποσειδωνίας, που είναι διεθνώς φημισμένος με το όνομα Paestum. Όχι πως το πράγμα έχει, για μας εδώ, σημασία ―ιδίως που ο Καβάφης, το μόνο μέρος της Κάτω Ιταλίας που είδε ποτέ του, ήταν, τυχαία, το Brindisi. Στο ποίημα, με οδηγό ένα χωρίο του Αθήναιου, μεταφερόμαστε στην Ποσειδωνία τουλάχιστον τέσσερεις αιώνες μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους στα 273 π.Χ. Σημειωτέον πως τούτη η αποικία των Συβαριτών είχε ήδη μετονομαστεί σε Παίστον, από τους Λουκανούς. Ας διαβάσουμε τώρα ολόκληρο το ποίημα, μαζί με την επιγραφή του:

Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Tυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Tυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι και
την τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τα τε πολλά των επιτηδευμάτων,
άγειν δε μιαν τινα αυτούς των εορτών των Eλλήνων έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων όνομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες
απέρχονται. ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ' είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες―
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι ―ω συμφορά!― απ' τον Ελληνισμό.

Η σκηνή, λοιπόν, τοποθετείται ―«έτι και νυν», λέει ο Αθήναιος― μεταξύ δεύτερου και τρίτου αιώνα μ.Χ. Πέρα από την μελαγχολικήν ειρωνία της επιβίωσης ελληνικής εορτής με ονόματα πλέον ακατανόητα, ήγουν κυριολεκτικώς βαρβαρικά, αξιοσημείωτη, θαρρώ, είναι η προβολή μιας αντίληψης του Ελληνισμού ως ένα είδος επίγειου, πολιτισμικού παραδείσου, του οποίου κλειδί είναι η ελληνική γλώσσα. Από αυτήν την άποψη, τούτο το ποίημα υπάγεται και σε μιαν άλλη σειρά συνθέσεων του Καβάφη, οι οποίες έχουν, εν μέρει ή εν όλω, αντικείμενο την γλωσσική ταυτότητα του Ελληνισμού. Η σειρά αυτή ξεκινάει στα 1893 με το ανέκδοτο «Επιτάφιον» και σταματάει στα 1931 με το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» ―το προτελευταίο που ο Καβάφης επρόβαλε να τυπώσει σε μονόφυλλα. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, από την σκοπιά μας, είναι η πρώτη εμφάνιση, στο Καβαφικό έργο, της λέξης Ιταλιώτης ― βάσει της οποίας λέγεται πως ο ίδιος ο ποιητής έπλασε την λέξη Αιγυπτιώτης. Αφ' ετέρου, ομολογώ πως δεν μπορώ να φανταστώ γιατί ο Καβάφης άφησε αδημοσίευτο τούτο το άρτιο ποίημα. Τέλος, είναι ίσως ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως, από τα επτά ποιήματα που μας απασχολούν κυρίως εδώ, μονάχα το «Ποσειδωνιάται» διδάσκεται επισήμως στην κρυπτοφασιστικήν Ελληνική Μέση Εκπαίδευση. Βρίσκεται από το 1984 στο κρατικό αναγνωστικό της Β΄ Γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (σ. 195). ― Μήπως και επειδή είναι από τα σπάνια μη ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, που δεν φαίνονται να αυτοϋπονομεύονται ειρωνικά;

Γ.Π. Σαββίδης, «Η Μεγάλη Ελλάδα του Καβάφη» (1990)


Ίσως εδώ χρειάζεται προσοχή. Ο Σαββίδης λέει "δεν φαίνεται να", αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι δεν "αυτοϋπονομεύεται". Αν δεν αυτοϋπονομεύεται, πάει να πει ότι ο ποιητής συμμερίζεται τον ολοφυρμό των Ποσειδωνιατών. Ίσως. Ίσως ακριβώς λόγω της επίζηλης ιδιότητας του "Ιταλιώτη", να έκρινε ότι και οι -ακόμη- Έλληνες της Αιγύπτου πρέπει να λέγονται "Αιγυπτιώται" (αν όπως "λέγεται", αυτός "ο ίδιος έπλασε τη λέξη").

Ίσως πάλι όχι. Είναι πολλά τα καβαφικά ποιήματα όπου ο θρήνος, η συντριβή και η απώλεια εκφράζονται με ρητορικές αναφωνήσεις του τύπου "ω συμφορά", "ωιμέ", "οίμοι τάλας", και μάλιστα σ'αυτόν τον ιδιότυπο ελεύθερο πλάγιο λόγο, με τις παρενθετικές παύλες και το θαυμαστικό; Είναι και το άλλο που παρατηρεί ο Σαββίδης και πρώτη φορά σήμερα συνειδητοποίησα: "ονόματα πλέον ακατανόητα, ήγουν κυριολεκτικώς βαρβαρικά". Αυτό δεν είναι απλώς καβαφική, είναι ό,τι θα λέγαμε τραγική ειρωνεία. Ο Σαββίδης εντοπίζει μόνο/κυρίως μελαγχολική ειρωνία στη ματαιοπονία της επιβίωσης της νοσταλγικής γιορτής και στην "αντίληψη του Ελληνισμού ως ένα είδος επίγειου, πολιτισμικού παραδείσου, του οποίου κλειδί είναι η ελληνική γλώσσα". Δηλαδή διαβάζει στο ποίημα ένα είδος συγκατάβασης για τους Ποσειδωνιάτες (και πάλι βέβαια αυτό απέχει πολύ από τη συνηθισμένη πατριωτική ανάγνωση του ποιήματος ως διδαχής για γλώσσα και ταυτότητα).

Και όντως πρέπει να υπάρχει συγκατάβαση. Αλλά πρέπει να υπάρχει και ένα στραβό χαμόγελο. Οι Ποσειδωνιάται είναι σαν τους γόνους ξεπεσμένων αριστοκρατικών οικογενειών, με τη διαφορά ότι οι αριστοκράτες πρόγονοι ήταν πολύ παλιά, και δεν καλοθυμούνται και τα ονόματά τους, θυμούνται όμως ότι περνούσαν καλά, είχαν έθιμα αριστοκρατικά. Και βέβαια η άλλη διαφορά είναι ότι δεν πολυκαμαρώνουν: ξέρουν πως οι λέξεις που θυμούνται σε εορτές και πανηγύρεις δεν έχουν αρκετή μαγική δύναμη για να αναστήσουν το παρελθόν που κατασκευάζουν σε αυτές τις θλιβερές τελετές. Απλώς μισούν τον περίγυρό τους και τον εαυτό τους και αυτοτιμωρούνται που άφησαν τον "ελληνισμό" να φύγει από πάνω τους από ολιγωρία. Δηλαδή μαζί με το παρελθόν μεγαλείο που κατασκεύασαν, βρήκαν και τον (αρκούντως ανορθολογικό και μοιρολατρικό) λόγο για τον τωρινό τους ξεπεσμό: άφησαν τη γλώσσα να ξεχαστεί, άφησαν να πάθουν κάτι που δεν έχει γυρισμό (εύλογα ο Σαββίδης υπαινίσσεται τον μύθο του "χαμένου παράδεισου"). Αυτομαστίγωση και παραίτηση.

Παρεμπιπτόντως, για τους φίλους κινδυνολόγους, το ιστορικό γεγονός στο οποίο πατάει το ποίημα, είναι μια πραγματική περίπτωση "γλωσσικής υποχώρησης" και "σταδιακού γλωσσικού θανάτου", για να ξέρουμε για τι μιλάμε και να μην επικαλούμαστε τέτοιους όρους εκεί που καμιά θέση δεν έχουν.

Τέλος, η "σειρά συνθέσεων του Καβάφη, οι οποίες έχουν, εν μέρει ή εν όλω, αντικείμενο την γλωσσική ταυτότητα του Ελληνισμού", όπως λέει ο Σ., μάλλον περιλαμβάνει (χρονολογικά τουλάχιστον επιβεβαιώνεται) και ποιήματα όπως Επάνοδος από την ΕλλάδαΦιλέλλην ("ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ") και, φυσικά, Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης. Δεν μπορεί παρά να υπάρχει συνέχεια. Θυμίζω, άλλωστε, και την κριτική του Καβάφη στη Γραμματική του Hubert Pernot, που είχα δημοσιεύσει αποσπασματικά παλιότερα, όπου οι ενδείξεις για τη γλωσσική ιδεολογία του ποιητή είναι πιο σαφείς από κάθε άλλη πηγή. Τώρα που το θυμάμαι, και στο Ας φρόντιζαν υπάρχει ωραιότατη σάτιρα για την "ελληνική παιδεία" του αφηγητή.

Φαίνεται πως οι Ποσειδωνιάτες είναι αρκετά απατηλό ποίημα. Δεν "φαίνεται". Αλλά μάλλον είναι. Ίσως επειδή ήξερε ότι θα μας παιδέψει να το άφησε ο Καβάφης στα Ανέκδοτα. Αλλά όπως με τις Θερμοπύλες και άλλα, η μοίρα ενός τέτοιου ποιήματος ήταν να γίνει το τάχα προφητικό ποιητικό επιχείρημα στα στόματα γλωσσαμυντόρων. Τους Πολυτονιάτες, πριν από καιρό, τους είχα γράψει σαν ανακλαστική αντίδραση όταν είδα τους Ποσειδωνιάτες αναρτημένους στο ιστολόγιο ενός ευήθους ακροδεξιού κοκκοράκου (που τώρα -ω συμφορά!- έχει και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση). Αλλά αν παθαίνει τέτοια ο Καβάφης, γιατί να γκρινιάζω εγώ που βλέπω τους Πολυτονιάτες συχνά να κοσμούν πατριωτικά ιστολόγια; Απλώς να ξέρουμε ότι και οι Ποσειδωνιάται και οι Πολυτονιάται είμαστε εμείς. Δεν παρωδούν οι Πολυτονιάται τους Ποσειδωνιάτες. Οι Ποσειδωνιάται παρωδούν εμάς.

Συγγραφέας: Τέττιξ

21.2.07

penkwe, quinque, cinque, five, πέντε

Αυτά τα παιχνίδια με φέρνουν σε δύσκολη θέση, όχι γιατί δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ, αλλά γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν έχω να πω και τόσο πολλά. Μου θυμίζει την πρώτη βδόμαδά μου εδώ στα εξωτερικά, με τα αλλεπάλληλα τουνοουαζμπέτερ: σε ένα από αυτά παίζαμε φρίσμπι και όποιος έπιανε και ακολούθως έριχνε έπρεπε να λέει κάτι για τον εαυτό του. Επειδή σύντομα στέρεψα, πρότεινα να το γυρίσουμε σε αποφατική θεολογία, του τύπου "δεν έχω σκύλο, δεν καπνίζω, δεν μου αρέσει να τρώω γόμες" και τα τοιαύτα. Όμως, με κάποιο τρόπο πρέπει να ξεπληρώσω τους θριαμβευτικούς γύρους που έκανα γύρω από την καρέκλα, αναφωνών "με διάλεξε ο thas!". Άρα:

1. Δεν ήμουν καθόλου καλός στην ορθογραφία στην πρώτη δημοτικού. Για την ακρίβεια, δεν είχα καταλάβει τι είναι και προσπαθούσα να κάνω κάτι πιο δημιουργικό. Έγραφα τις λέξεις κάνοντας χρήση όλου του διαθέσιμου οπλοστασίου, ιμπρεσιονιστικά, χαιρόμουν την ελευθερία που δίνει το ελληνικό αλφάβητο, κάθε /i/ πίστευα ότι μπορεί να έχει ό,τι ρούχο θέλει και πίστευα επίσης ότι κάθε γράμμα δικαιούται έναν τόνο, αλλά δεν μπορούν να έχουν όλα, για λόγους πάντα αισθητικούς. Γι' αυτό και έβαζα το πολύ (ήθελα παραπάνω) 3 τόνους σε κάθε λέξη, πάνω από έψιλα, πάνω από λάμδα και κάποτε ασαφώς κάπου στο ενδιάμεσο γραμμάτων για να τον μοιράζονται. Δεν φαντάζεστε την χαρά που έπαθα όταν ανακάλυψα το πολυτονικό (στο αναγνωστικό της πρώτης μάς είχαν αυτούσιο και ένα κείμενο από παλιό αναγνωστικό -νοσταλγικόν, για να μας ξυπνούν αναμνήσεις που δεν είχαμε), κι ας μην έκανα αμέσως χρήση. Για καιρό δεν απόρησα που αυτή η δημιουργική μου ματιά δεν επιβραβευόταν με τις σφραγιδούλες, τα αυτοκόλλητα, τις καραμελίτσες και τα μπαλονάκια τα οποία επιδαψίλευε η δασκάλα στα άλλα παιδιά. Αλλά όταν η μάνα μου είδε την κατάντια μου, παράτησε την δουλειά της έντρομη (ναι, παραιτήθηκε) και ανέλαβε να με μυήσει στο μυστικισμό της θάλασσας με τα δυο της σίγμα. Είχα τόσο ενθουσιαστεί με αυτή την αποκάλυψη που στην επαναληπτική ορθογραφία δεν κρατιόμουν να ακούσω τη λέξη για να δείξω την προσαρμογή μου στη νόρμα που χαρίζει και "άριστα" και "μπράβο", πέρα από μια ξερή μονογραφή. Και πάνω στην ορμή και τον ενθουσιασμό να παρατάξω τα δυο μου σίγμα, φτάνω στο απόγειο της δημιουργικότητας, κάνω την υπέρβαση, πηδάω κάθε φράχτη και γράφω "θάσσα". Πάλι μονογραφή.

2. Δεν μου έλειπαν μέχρι ένα παρελθόν που δεν είναι ακόμα και τόσο μακρινό οι μεταφυσικές αντιλήψεις για την ελληνική γλώσσα. Τώρα βέβαια με ενδιαφέρει ακόμα η μεταφυσική της γλώσσας, αγαπώ με πάθος τα αρχαία ελληνικά, αλλά δεν κυνηγώ πρωτοτυπίες, μεγαλεία και εξω-λογικές ιδιότητες εκεί που δεν υπάρχουν. Πιστεύω πως αν ψάξεις ιδιαιτερότητες και όχι μόνο απροκατάληπτα εκεί που πραγματικά υπάρχουν (λέω στη λογοτεχνία, στα κείμενα, αλλά και στο σύστημα της γλώσσας), έχεις πιθανότητα να βρεις πολύ πιο αξιόλογα και εντυπωσιακά πράγματα. Καταλαβαίνω πλέον αυτούς που η επιδερμική επαφή με τα a priori "ανυπέρβλητα" τους φάνηκε απογοητευτική και δύσβατη (ο κανόνας είναι π.χ. τα "μεγάλα κείμενα" να μη λένε και πολλά και ενδιαφέροντα και καινούργια εκ πρώτης όψεως) και τους έκανε να αναπληρώσουν την ανατριχίλα που δεν βρήκαν με την μία με υπερερμηνείες στην καλύτερη περίπτωση ή με παραισθήσεις ψυχιατρικού συχνά ενδιαφέροντος. Για να μην πάω πάλι σε περιπτώσεις ιδεολογικών παρεμβολών, χαρακτηριστικό πάντα παράδειγμα είναι οι παραστάσεις και πολλές μεταφράσεις του Αριστοφάνη.


3. Μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή μου έγινε όταν, περί τη Β΄ Γυμνασίου, στο πικάπ, αντί για τον δίσκο με την Έβδομη (μάλλον) συμφωνία του Μπετόβεν (ήμουν σίγουρος ότι αυτόν είχα αφήσει), βρέθηκε το Χαμόγελο της Τζοκόντας. Επιστράτευσα όλο τον ωδειακό μου σνομπισμό για να βρω ψεγάδια και ευτέλειες σε αυτή τη μουσική. Δεν τα κατάφερα κι από τότε με στοίχειωσε. Πού είναι το "δεν" αυτής της εξομολογήσεως; Τελικά δεν μου πολυαρέσει ο Μπετόβεν. Προτιμώ τον Μότσαρτ. (Δεν μου αρέσει καθόλου ο Θεοδωράκης, μουσικός και μη, και ακόμα δεν έχω καταλήξει αν φταίω για αυτό). Με τον Σοστακόβιτς έμαθα την κυριολεξία της φράσης "γέλια μέχρι/μετά δακρύων", τον (αυτομαστιγωτικό) σαρκασμό, την διακριτική σοφία του επιδεικτικά λάθους.

4. Στο πανεπιστήμιο, τα περισσότερα μαθήματα πρώτα τα πέρασα και μετά τα κατάλαβα (μερικά τα διάβασα κιόλας).

5. Δεν πίνω μπίρα ούτε επί πληρωμή, γι’ αυτό στις βρετανικές παμπ πίνω άσπρο κρασί και με παρεξηγούν κακεντρεχείς Κύπριοι καθηγητές από τη Θεσσαλονίκη.


Το μπαλάκι το πετάω στον Φοινικιστή, στους Ανορθόγραφους (είτε ως ομάδα, είτε στον καθένα ξεχωριστά), στον hominid, στον Dr Moshe, στον Γιάννη Χάρη και (επειδή μάλλον οι ανορθόγραφοι έχουν ξαναπροσκληθεί) στον funel, εάν και εφόσον θέλουν. Δόξα να ’χει ο Τσόμσκι, είμαστε πλέον πολλοί οι γλώγκερς (ωχ, το χειρότερο φύλαγα για το τέλος).

Συγγραφέας: Τέττιξ

17.11.06

Τη γλώσσα τού έδωσαν ελληνική

Και αυτό που κατάλαβε είναι ότι δεν του έδωσαν γλώσσα, του έδωσαν την κιβωτό του Ισραήλ (παρντόν, παραείναι σιωνιστικό αυτό, αποκαλύπτομαι). Η ελληνική, ως γνωστόν, είναι μια δοτή γλώσσα. Δηλαδή πάνω από γλώσσα, πάνω από δύναμη έκφρασης, δημιουργίας και επικοινωνίας, πάνω από όλα αυτά είναι παρά-δοση. Είναι κληρονομιά. Είναι αξία και ευθύνη. Είναι ο θησαυρός του μακαρίτη και ο δεκάλογος του Μωυσή (έστω και πεντάτομος) μαζί. Όπως και να το κάνουμε, είναι λαχείο από τα λίγα.

Δεν είμαστε απλοί ομιλητές, λοιπόν, είμαστε θεματοφύλακες. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Και, ακόμα περισσότερο, για να είσαι/θεωρείσαι ειδικός σε μια τέτοια γλώσσα, πρέπει ακριβώς να ασκείς και χρέη θησαυροφύλακος και υποθηκοφύλακος των κλίσεων και της προφοράς, των πιστών στην ετυμολογία χρήσεων και των ορθόδοξων συντάξεων. Και, αντιστρόφως, διαδηλώνοντας και μόνο την αγάπη σου και την ανησυχία σου για τούτα τα ιερά και απαραβίαστα, είσαι ειδικότερος των ειδικών και νομιμοποιείσαι να κατακεραυνώνεις και να λοιδορείς οποτεδήποτε τους τάχαμου «ειδικούς» και τα περίφημα «ακαδημαϊκά κατεστημένα» (που και σε αυτά ευτυχώωως υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις –μια τέτοια υπαινίσσομαι με τον τίτλο του παρόντος).

Είναι ιδιαίτερη, άρα, γλώσσα η ελληνική από αυτήν ακριβώς την άποψη. Και συνειδητοποιώ ότι το γλωσσολογικό δόγμα που θέλει την γλωσσολογία «επιστήμη περιγραφική» (και ενίοτε «ερμηνευτική») αποκτά άλλη χροιά και ειδικό βάρος στην περίπτωση των ελληνικών. Για τον γλωσσολόγο αλλού ίσως δεν είναι παρά ένας κοινός τόπος, μια αρχή μεθοδολογική και ουδέτερη, του τύπου «η κοινωνιολογία είναι επιστήμη εμπειρική» (δεν ξέρω αν είναι, αυθαίρετο το παράδειγμα). Για τον Έλληνα γλωσσολόγο ή γλωσσολογούντα είναι μια έκφραση πολιτική σχεδόν, γι΄αυτό και μπορεί να γίνει λάβαρο ή κόκκινο πανί. Ο Αντρέ Μαρτινέ κάπου στις πρώτες σελίδες των Στοιχείων Γενικής Γλωσσολογίας, αν θυμάμαι καλά, λέει ότι ο γλωσσολόγος δεν συμμερίζεται ούτε την ιερή αγανάκτηση του καθαρολόγου, ούτε την άγρια χαρά του εικονοκλάστη μπροστά στα «γλωσσικά λάθη». Φαίνεται πως για τον Έλληνα γλωσσολόγο αυτό είναι αδύνατο. Αυτό που οι γλωσσικά ευαίσθητοι συμπολίτες μας περιμένουν από έναν ειδικό της γλώσσας είναι να υιοθετήσει την πρώτη στάση και, αν δεν την υιοθετήσει, θα θεωρηθεί ότι υιοθετεί την δεύτερη.

Από αυτό κανείς δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει. Και για έναν ακόμα λόγο: γιατί κανείς μας δεν είναι πραγματικά ουδέτερος, φυσικά. Κι οι γλωσσολόγοι άνθρωποι είναι. Οι ίδιες μας οι γλωσσικές επιλογές το δείχνουν. Δείχνουν προτιμήσεις. Κλίσεις και αποκλεισμούς. Μπορεί μια χαρά να καταλαβαίνω και να δικαιολογώ τον τύπο «του συνήθη», όμως δεν θα τον χρησιμοποιήσω – τουλάχιστον όταν γράφω. Και δεν παίρνω όρκο φυσικά ότι είναι το γλωσσικό μου αίσθημα που θα με εμποδίσει. Είπα παραπάνω ότι έχει αυξημένα βάρη ο Έλληνας ομιλητής και ευθύνες απέναντι στη γλώσσα του και το να αρθρώσεις τελικά λόγο στα ελληνικά είναι μια πράξη γενναία, ακόμα κι αν είσαι φυσικός ομιλητής (αν είσαι ξένος, εξαρτάται από το αν είσαι μετανάστης ή ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν/Ζακ Ρογκ). Είναι η περίφημη «αγωνία του λόγου» α λα ελληνικά. Την ανάλογη αγωνία έχει, φαντάζομαι, και ο ειδικός – μένει να μου το επιβεβαιώσει και κανένας ειδικός. Με την πρόσθετη ίσως επίγνωση των προεκτάσεων που έχουν οι επιλογές του και την επίγνωση επίσης της αναπόφευκτης δήλωσης «γλωσσικών φρονημάτων».

Θυμήθηκα ένα χαριτωμένο περιστατικό. Μια φίλη και πάλαι συμφοιτήτρια έκανε μια εργασία Ανάλυσης Ομιλίας –νομίζω διάσημη μεταξύ σχετικά πρόσφατων αποφοίτων του Αθήνησι που απαιτούσε μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ενός σύντομου καθημερινού διαλόγου και ζήτησε τη συνδρομή μας. Ένας από τους παρευρισκόμενους έδειξε έντονη ανησυχία και δίσταζε και ήθελε να το αποφύγει, γιατί έλεγε ότι «τα ελληνικά του είναι χάλια». Σας διαβεβαιώ ότι είχε γεννηθεί στην Αθήνα και ότι τα τελευταία 20+x χρόνια διέμενε σε βόρειο προάστιο. Επίσης δεν τον είχα πιάσει ποτέ να κάνει «λάθη», ούτε τα συνήθως στηλιτευόμενα. Τον είχαν ωστόσο πείσει ότι δεν μιλάει σωστά ελληνικά.

Όπως κάποτε είχε γίνει ένα κίνημα γλωσσικού καθαρισμού, το οποίο ακόμα πολλοί το αποτιμούν θετικά, πιστεύω πως σήμερα στην Ελλάδα επείγει ένα κίνημα «γλωσσικής απενοχοποίησης». Και θέλω, τέλος, να τονίσω αυτό που γράφει παρακάτω ο περιγλώσσιος. Ακόμα κι αν εμείς, ως/σαν ομιλητές που είμαστε, δεν καταφέρνουμε πάντα να αποστασιοποιηθούμε από τις συνήθειες, τις επιρροές ή και τις προκαταλήψεις μας, ακόμα κι αν είμαστε ρυθμιστές και καθόλου «αθώοι»* (έχω δει άρθρο και για τον prescriptivism των anti-prescriptivists), η γλωσσολογία καθαυτή (σόρι, καθ’ εαυτήν) –δηλαδή η σχετική θεωρία και έρευνα δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, δεν έχει νόημα να είναι, δεν το αφήνει να συμβεί η ίδια η επαφή με τη γλωσσική πραγματικότητα.

*Μα εμείς δεν είμαστε άγγελοι, δεν είμαστε από σόι,
ούτε φονιάδες ή ληστές, ούτε πολύ αθώοι.
(Αγαθή Δημητρούκα)

11.9.06

Ουδείς αντέστη...

Τρεις φορές είπε χτες ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του «να παράξει». Το κακό έφτασε ήδη στην κορυφή, στην κεφαλή. Φοβάμαι πως είναι πια αδύνατη η οποιαδήποτε αναχαίτιση στα γυμνάσια και στα λύκεια με όπλα τα παραπάνω αρχαία μας ελληνικά, όταν ο εχθρός έχει ήδη κατασκηνώσει στο Μαξίμου. Παρά την εμπιστοσύνη που προφανώς παρέχει στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και τους συμβούλους του που φιλότιμα φέρνουν τη μέση εκπαίδευση κοντύτερα στην καλλιέπεια και την ορθοέπεια διά της αρχαίας γραμματικής, ο ίδιος ο επικεφαλής της κυβέρνησης (από αμέλεια ή λήθη της αρχαίας γραμματικής;) νομιμοποιεί ένα ήδη γενικευμένο πλην ασύγγνωστο λάθος και θα κάνει την γνωστή καθηγήτρια-σύζυγο Γενικού να βουρκώνει ακόμα πιο πολύ όταν θα ξαναλέει στο Αρχονταρίκι ότι «όλοι πια λένε να παράξει αντί του ορθού να παράσχει (sic –ε, γίνονται αυτά εν τη ρύμη και τη συγκινήσει του λόγου)».

Σοβαρολογώντας, θα λέγαμε ότι έχουμε ακόμα μια τρανή επιβεβαίωση ότι η γλωσσική ρύθμιση είναι ανώφελη και πως, παρά το ότι διάγουμε καιρούς γλωσσικής υπερευαισθησίας και κινημάτων γλωσσικής παλινόρθωσης (Γλωσσικές Κληρονομιές, Κιβωτοί, Χάρτες και σία), ο αναλογικός τύπος θα ξεπηδήσει και από τα πιο επίσημα χείλη, ακόμα κι αν αυτά στη διάρκεια της ίδιας ομιλίας θα θυμηθούν π.χ. ότι η Ελλάδα είναι «Ελλάς». Όχι βεβαίως ότι ο κύριος Καραμανλής είναι ο κανόνας… Πλάκα κάνω με το περί «νομιμοποίησης». Απλώς, ο σημερινός πρωθυπουργός προέρχεται από έναν χώρο που γενικά δεν δυσκολεύεται στους λογιοτατισμούς, γι’ αυτό και το σημερινό μού δείχνει ότι το «παραγάγω» είναι ήδη αρκετά δύσκολο ακόμα και για έναν συντηρητικό (ομιλητή).

Το πρόβλημά μου είναι άλλο: αναρωτιέμαι αν ο πρωθυπουργός, που χτες παρεμπιπτόντως ήταν πολύ πρόσχαρος, με τα χωρατά του και τα β’ ενικά του στους δημοσιογράφους (ήταν συμμαθητής με όλους;), γνωρίζει σε ποιο ιδεολόγημα έχει στηρίξει εν πολλοίς το σημερινό Υπουργείο Παιδείας τη δομή του προγράμματος σπουδών στη Μέση Εκπαίδευση. Ως μέτρο για την καλύτερη γνώση και χρήση των (νέων προφανώς) ελληνικών από τους νέους, έχει εφαρμοστεί η αυξημένη σε ώρες και ύλη διδασκαλία αρχαίων ελληνικών σε όλες τις τάξεις γυμνασίου-λυκείου. Το άτοπο του πράγματος και η αντίφαση νομίζω ότι είναι προφανής από τον τρόπο που έγραψα την προηγούμενη πρόταση. Ωστόσο, λίγοι πραγματικά ενοχλούνται από το σκεπτικό του υπουργείου, γιατί λανθάνει η αιώνια παρεξήγηση ότι η (καλή) γνώση της νεοελληνικής γλώσσας προϋποθέτει τη γνώση της αρχαίας, ότι η σύγχρονη γλώσσα είναι αδύναμη και μετέωρη και ανολοκλήρωτη χωρίς το παρελθόν της. Αυτό που συνήθως παίρνει τη μορφή του αξιώματος: «τα αρχαία είναι η βάση για τα νέα» (με συχνή προέκταση: «τα αρχαία είναι η βάση για κάθε επιστήμη»).

Το θέμα είναι πολυσυζητημένο και είναι κοινός τόπος για τους γνωρίζοντες ότι η Νέα Ελληνική είναι, φυσικά, ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα (πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;), όπως κάθε φυσική γλώσσα. Νομίζω πως είναι καιρός αυτή την κοινοτοπία που είπα να αρχίσει να την υποψιάζεται και η εκπαιδευτική μας πραγματικότητα. Δεν θα φέρω αντίρρηση σε όποιον μού πει ότι η νεοελληνική γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο μέσος μορφωμένος νεοέλληνας ενσωματώνει πολλά λόγια γλωσσικά στοιχεία και ότι, επομένως, γνώση της μητρικής γλώσσας προϋποθέτει/σημαίνει γνώση και αυτών των στοιχείων. Δεν υπάρχει άλλωστε σύγχρονη γλώσσα με μια κάποια ιστορία που να μην έχει κατάλοιπα –συχνά αναφομοίωτα- της διαχρονίας, του γλωσσικού της παρελθόντος (π.χ. τα ανώμαλα ρήματα της αγγλικής). Γιατί να πρέπει ο έλληνας μαθητής να πρέπει να μάθει ολόκληρη την αρχαία γραμματική, με το σκεπτικό ότι αλλιώς δεν έχει ελπίδα να μάθει την κλίση του «συνήθους», το «να συμμετάσχω» και άλλα πολλά; Δηλαδή είναι «αρχαία» αυτά; Όλοι αυτοί που κόπτονται για την ορθοέπεια, ειδικά στο λόγιο σκέλος του λεξιλογίου και της γραμματικής δομής, γιατί πιστεύουν ότι όλα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να διδαχθούν στο πλαίσιο του μαθήματος της μητρικής γλώσσας; Και πώς θα ξέρει ο μαθητής ποια στοιχεία από την κλίση της αρχαίας ελληνικής πρέπει να περάσει/ να κρατήσει στη δική του έκφραση, προφορική και γραπτή; Πώς θα κάνει την επιλογή, χωρίς να μπερδευτεί; Πολύ πρωτότυπος ομολογουμένως τρόπος να βοηθήσεις κάποιον να «συνειδητοποιήσει και να διευρύνει τον γλωσσικό του κώδικα» (όπως ορίζονται οι διδακτικοί στόχοι της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας): βάζοντάς του τρικλοποδιές. Συνήθως, το πέρασμα αυτό από τα αρχαία στα νέα –και δικαίως- δεν γίνεται. Η διδασκαλία όμως των γλωσσικών μαθημάτων επιμένει να γίνεται έτσι, που κανείς να μην ξέρει, διαβάζοντας π.χ. τα σχολικά βιβλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του γυμνασίου, ποιες είναι οι αρχαίες και ποιες οι νέες σημασίες και χρήσεις σε λέξεις και γραμματικούς τύπους.

Νομίζω ότι στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος αντανακλάται ακριβώς η ιδεοληψία (και μειονεξία) ότι η νέα ελληνική είναι μισερή. Για να «μιλάμε καλύτερα», στην πραγματικότητα αδυνατίζεται και υπονομεύεται το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Δεν ξέρω αν οι μαθητές, με μια καλύτερη και εκσυγχρονισμένη διδασκαλία της νεοελληνικής γραμματικής, θα μάθαιναν τον τύπο «παραγάγω» και τη διάκρισή του από το «παράγω» -ίσως και όχι, ίσως η γλωσσική μεταβολή να πήρε ήδη τον δρόμο της*. Όμως, η όποια προσπάθεια θα ήταν λογικό από εκεί να ξεκινήσει. Μια ιδέα ρίχνω για την Γλωσσική Κληρονομία και για τον αγώνα της, τώρα που ένας δυνατός πυλώνας (ο ίδιος ο πρωθυπουργός) κλονίζεται.

*Προς το παρόν, το google δείχνει μια μη αμελητέα επίδοση του "παραξ-" σε κάποια πρόσωπα, κυρίως σε πιο καθημερινά κείμενα. Υπάρχει όμως σαφής διτυπία ακόμα και στο γ' προσ. εν/πληθ., όπου το "παραγαγ-" ακόμα κερδίζει, με πολλές εμφανίσεις σε κείμενα πιο επίσημα και άρα απρόσωπα/τριτοπρόσωπα. Δυσκολεύομαι να πω οποιοδήποτε συμπέρασμα.

14.5.06

Πάρτε ένα γλυκάκι, μη ντρέπεστε

Λοιπόν, πρέπει να κάνουμε κάτι και για την άλλη μεγάλη μάχη του Ελληνισμού, τον μπακλαβά. Εγώ λέω ότι είναι από το αρχαίο "πλακούς" (γλυκό γνωστό και από τον Αριστοφάνη) και βγαίνει κάπως έτσι:

Ο πλακούντας εύκολα γίνεται *πλακούας με εξασθένηση και σίγηση του ενδοφωνηεντικού [d] (ε;). Εξίσου εύκολα αυτό γίνεται *πακλουάς με μετάθεση -αλματική πάθησις, πβ. φαλακρός>καραφλός- και αλλαγή τόνου (ε, τώρα να την εξηγάμε κι αυτήν;). Μετά σκουραίνουν λίγο τα πράγματα, πέφτει σιρόπι, τα λιγώνει και τα συσκοτίζει. Πιστεύω πως γίνεται μια ημιφωνοποίηση του [u] και αναπτύσσεται για προφανείς λόγους ευφωνίας ένα [a], τουτ'έστιν: *πακλαwάς. Και μετά, με επίδραση της αιτιατικής (τον πακλαβά=[to(m)bakla'va]), βγήκε αυτό που βγήκε. Διαθέτομεν και λίστα για ψώνια της γιαγιάς μου όπου αναγράφεται ευκρινώς: "φίλο για πακλαυά". Είναι φανερό ότι, όπως το μέλι συνάπτει το φύλλο με τα καρύδια, έτσι και η ελληνική γλώσσα συνάπτει αιτιακώς και φυσικώς το σημαίνον προς το σημαινόμενό του (αλλά περισσότερα γι'αυτό στο επόμενα -ελπίζω, κάποτε).

Δεν ξέρω, ο Ελληνοτρίβης δέχεται παραγγελίες; Προσβλέπω και πάλι στην ακρίβεια και την έμπνευσή του. Εγώ απλώς μια πρόταση κάνω, άλλωστε έτσι πάει η επιστήμη εμπρός.
Το παρόν γλυκάκι το κερνάμε για την ονομαστική εορτή του αυτόχθονος. :)

Αυτό που λένε, αυτό που εννοούν. Μια (αν)ηθικη πραγματολογία

(…) Φάγαμε αυτά που είχαμε αγοράσει και ξαφνικά, όπως συζητούσαμε, ακούσαμε ένα μπαμ δυνατούτσικο. Αρκετά κοντά σε μας, για να ακούσουμε κα...