Γλωσσικό κόμπλεξ;;
Θυμάμαι κατά καιρούς διάφορους αυτόκλητους γλωσσαμύντορες, είτε εθνικιστικής είτε καθαρά φασιστικής είτε ελληνορθοδοξοχριστιανικής (φτου!) ιδεολογίας, που είχαν βαλθεί να σώσουν την ελληνική μας γλώσσα από τον αφανισμό, ο οποίος σύμφωνα πάντα με αυτούς είχει πάρει τη μορφή δανείων από ξένες γλώσσες και greeklish. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός του δανεισμού ως κάτι φυσιολογικό βρε αδερφέ, να δουν τα greeklish ως εξυπηρέτηση για όσους χρησιμοποιούσαν υπολογιστή και κινητό τηλέφωνο, να ανεχτούν ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφράζεται και μάλιστα αρχαιοπρεπώς όλη η τεχνολογική ορολογία η οποία εισέρχεται στη γλώσσα με τεράστια ταχύτητα. Δεν συμφώνησα ποτέ μαζί τους, και πάντα τους έβλεπα σαν υπερβολικά άτομα που βασανίζονταν από μανία καταδίωξης, εφευρίσκοντας συνεχώς αόρατους εχθρούς που μηχανορραφούσαν –από φθόνο φυσικά– είτε εναντίον της ελληνικής γλώσσας, είτε της ιστορίας, είτε ολόκληρης της Ελλάδας τέλος πάντων.
Αυτή η εισαγωγή μάλλον ήταν μια προσπάθεια να διαχωρίσω τον εαυτό μου από αυτά τα άτομα, γιατί αφού διαβάσετε τα παρακάτω μπορεί να με κατατάξετε εκεί..
Να ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι ανήκω στην κατηγορία των μη γλωσσολόγων, η οποία έχει όμως και υποκατηγορίες. Μία από αυτές είναι οι πολέμιοι των πραγματικών γλωσσολόγων, που πιστεύουν ότι παρά την έλλειψη γλωσσολογικής παιδείας είναι ικανότατοι να σχηματίζουν επιστημονικές (γκουχ) θεωρίες και να αποφαίνονται πάνω σε καθαρά επιστημονικά θέματα, και μάλιστα έχουν και το δικαίωμα (ή μάλλον το βαρύ καθήκον) να διαφωτίσουν και το λαό μέσω των ΜΜΕ. Όσον αφορά την εκπαίδευση και την κατάρτιση, δεν την περιφρονούν, απλά πιστεύουν ότι οποιοσδήποτε που έχει πτυχίο πανεπιστημιακού ιδρύματος, και κυρίως στις θετικές επιστήμες, μπορεί να ασχοληθεί με ένα γλωσσικό θέμα. Η άλλη κατηγορία λοιπόν, στην οποία κατατάσσω εγώ τον εαυτό μου, είναι οι κολλητσίδες (γνωστοί και ως τσιμπούρια) των γλωσσολόγων, που παρόλο που δεν είναι γλωσσολόγοι κι ένας θεός το ξέρει αν ποτέ θα ικανοποιηθεί ο διακαής τους πόθος να γίνουν, τη βρίσκουν με το να παρενοχλούν (κυριολεκτικά) τους γλωσσολόγους με ερωτήσεις, να μπαίνουν στα αμφιθέατρά τους και να τους πιάνουν τις θέσεις, να γνωρίζονται με τους καθηγητές τους, να γράφουν στα fora και τα blog τους, και παρόλο το σεβασμό ή ακόμη και το δέος που νιώθουν για τους δύσμοιρους γλωσσολόγους, έχουν βαλθεί στο να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη!
Αυτή ήταν μάλλον άλλη μια εισαγωγή για να προειδοποιήσω και να προσπαθήσω να δικαιολογήσω την ημιμάθειά μου, την τυχόν κακή ορθογραφία μου, να κερδίσω την εύνοια του ακροατηρίου και κυρίως για να ζητήσω συγγνώμη για την παρουσία μου σε έναν γλωσσολογικό ιστοχώρο. Αν μου δώσατε άφεση αμαρτιών, προχωρήστε παρακάτω.
Είχα σκοπό λοιπόν να γράψω για ένα φαινόμενο που εγώ αυθαίρετα βάφτισα γλωσσικό κόμπλεξ και που κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι και πολιτισμικό κόμπλεξ. Το γεγονός ότι, για να θεωρήσουμε κάτι αξιόλογο, γοητευτικό, ποιοτικό, πρέπει απαραίτητα και να έχει έναν ξένο τίτλο, ή να είναι αλλοδαπής προελεύσεως, νομίζω αποτελεί ένα σύμπτωμα γλωσσικού κόμπλεξ. Τώρα θα μου πείτε, μα καλά, είναι δυνατόν από τη μία να λέω ότι είμαστε αλαζόνες ως λαός, ότι πιστεύουμε στη φυλετική-γλωσσική-πολιτισμική-θρησκευτική ανωτερότητά μας, και από την άλλη να κάνω και διάγνωση γλωσσικού κόμπλεξ;; Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό (που μάλλον φαίνεται), κατά την ταπεινή μου γνώμη ισχύει. Και οι δύο είναι παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται στον λανθασμένο προσανατολισμό μας. Και δεν εννοώ ότι έχουμε γλωσσικό κόμπλεξ επειδή δεν λέμε το φαξ «τηλεομοιότυπο» ή όπως αλλιώς το μεταφράσαμε, αλλά επειδή όταν ήδη υπάρχει μια ελληνική λέξη, όχι αρχαΐζουσα, ούτε καν περίεργη, αλλά μια χαρά λέξη, πολλοί από εμάς προτιμάμε να χρησιμοποιήσουμε μια ξένη, άγνωστη σε αρκετούς συμπατριώτες μας, γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα προξενήσουμε το θαυμασμό των γύρω, ότι θα φανούμε πιο .. τρέντυ (είδατε που το κάνω κι εγώ;;) και μοδάτοι. Επίσης αν προσέξουμε γύρω μας, θα παρατηρήσουμε ότι τα πιο ακριβά και δημοφιλή καταστήματα, εστιατόρια, κέντρα διασκεδάσεως, έχουν ξένα ονόματα ή συνθήματα, ή ακόμη χειρότερα, απευθύνονται στους πελάτες τους αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα. Θυμάμαι μια διαφήμιση στην τηλεόραση για ένα ουίσκι, όπου τρία στελέχη μεγαλοεταιριών έμπαιναν καθημερινά στο ίδιο βαγόνι του μετρό και δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει μια κουβέντα. Όταν τελικά αποφάσισαν να την ανταλλάξουν τη ρημάδα, χρησιμοποίησαν αγγλικά, παρόλο που ήταν σε ελληνικό έδαφος. Θα μου πείτε, μπορεί να ήταν ξένοι που δούλευαν στην Ελλάδα, αλλά έλα που αυτό είναι ένα από αναρίθμητα παραδείγματα. Προχτές είχα την τιμή να περπατήσω στην Ιωάννου Μεταξά, τη γνωστή αυτή εμπορική οδό της Γλυφάδας, και πήρε το μάτι μου μια βιτρίνα ενός καταστήματος Prince Oliver, που απ’ότι έχω ακούσει ψωνίζουν μέλη μιας κάποιας κοινωνικής τάξης. Στη βιτρίνα έγραφε με πολύ μεγάλα γράμματα: «Who gives more discount? We do – Prince Oliver», ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, αν η βιτρίνα έγραφε «Ποιός έχει τις μεγαλύτερες εκπτώσεις; Εμείς, η μπουτίκ Prince Oliver» (είπαμε, δεν θα το μεταφράσουμε ο Πρίγκηπας Όλιβερ), θα διατηρούσε αυτή την εικόνα κύρους και φινέτσας που της είχε εξασφαλίσει η χρήση της αγγλικής γλώσσας; Θα έβλεπαν οι πελάτες το κατάστημα με τα ίδια μάτια; Υποψιάζομαι πως όχι, κι αν πράγματι είναι έτσι, τότε ίσως να υπάρχει γλωσσικό κόμπλεξ. Πολλές ξένες λέξεις μας είναι πραγματικά απαραίτητες, είτε γιατί δεν βρίσκουμε ακριβή μετάφραση, είτε γιατί έτσι τις συνηθίσαμε και μας εξυπηρετούν. Αρκετές φορές όμως αφήνουμε στο περιθώριο ελληνικές λέξεις, που μας εξυπηρετούν καλύτερα και γίνονται κατανοητές από όλους τους συνομιλητές μας, για να χρησιμοποιήσουμε για ξένη λέξη μόνο και μόνο γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα εντυπωσιάσουμε.
Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι οι Νεοέλληνες έχουμε πάρει λίγο στραβά τα πράγματα. Από τη μία πιστεύουμε ότι το παρελθόν μας αποδεικνύει την καθολική ανωτερότητα μας, από την άλλη νιώθουμε μάλλον ντροπή για το παρόν μας και αρεσκόμαστε στο να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους (π.χ. 400 χρόνια Τουρκοκρατίας) και να αφηνόμαστε σε μιμητικές συμπεριφορές άλλων λαών που πιο πολύ ζηλεύουμε παρά θαυμάζουμε (π.χ. Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, Β. Αμερική). Κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει μέσα από την παιδεία να γνωρίσουμε καλύτερα και να αποδεχτούμε την Ελλάδα έτσι όπως είναι σήμερα, να τη σεβαστούμε και να μη τη θεωρούμε ούτε την παρακμή του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου, ούτε το φτωχό ανάπηρο συγγενή άλλων χωρών, τις οποίες πρέπει και να μιμούμαστε.
Όπως ανέφερα και πριν, δεν είμαι γλωσσολόγος, και το ότι είμαι τσιμπούρι γλωσσολόγων δεν δίνει κανένα ιδιαίτερο κύρος σε όσα έγραψα. Στο τέλος αυτού του κειμένου, και αφού είχα την ατυχία να το ξαναδιαβάσω, διαπιστώνω αρκετές αντιφάσεις και μια δόση βλακείας. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να πιάσω δουλειά στο plegma...
Συγγραφέας:
Αυτόχθων Ιάπων (η) (σημ. η Ιαπωνία είναι αποικία -από τις πρώτες- των Ελ και από το 23.263 π.Χ. μιλάει την πελασγική ελληνική!)
Θυμάμαι κατά καιρούς διάφορους αυτόκλητους γλωσσαμύντορες, είτε εθνικιστικής είτε καθαρά φασιστικής είτε ελληνορθοδοξοχριστιανικής (φτου!) ιδεολογίας, που είχαν βαλθεί να σώσουν την ελληνική μας γλώσσα από τον αφανισμό, ο οποίος σύμφωνα πάντα με αυτούς είχει πάρει τη μορφή δανείων από ξένες γλώσσες και greeklish. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός του δανεισμού ως κάτι φυσιολογικό βρε αδερφέ, να δουν τα greeklish ως εξυπηρέτηση για όσους χρησιμοποιούσαν υπολογιστή και κινητό τηλέφωνο, να ανεχτούν ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφράζεται και μάλιστα αρχαιοπρεπώς όλη η τεχνολογική ορολογία η οποία εισέρχεται στη γλώσσα με τεράστια ταχύτητα. Δεν συμφώνησα ποτέ μαζί τους, και πάντα τους έβλεπα σαν υπερβολικά άτομα που βασανίζονταν από μανία καταδίωξης, εφευρίσκοντας συνεχώς αόρατους εχθρούς που μηχανορραφούσαν –από φθόνο φυσικά– είτε εναντίον της ελληνικής γλώσσας, είτε της ιστορίας, είτε ολόκληρης της Ελλάδας τέλος πάντων.
Αυτή η εισαγωγή μάλλον ήταν μια προσπάθεια να διαχωρίσω τον εαυτό μου από αυτά τα άτομα, γιατί αφού διαβάσετε τα παρακάτω μπορεί να με κατατάξετε εκεί..
Να ξεκαθαρίσω λοιπόν ότι ανήκω στην κατηγορία των μη γλωσσολόγων, η οποία έχει όμως και υποκατηγορίες. Μία από αυτές είναι οι πολέμιοι των πραγματικών γλωσσολόγων, που πιστεύουν ότι παρά την έλλειψη γλωσσολογικής παιδείας είναι ικανότατοι να σχηματίζουν επιστημονικές (γκουχ) θεωρίες και να αποφαίνονται πάνω σε καθαρά επιστημονικά θέματα, και μάλιστα έχουν και το δικαίωμα (ή μάλλον το βαρύ καθήκον) να διαφωτίσουν και το λαό μέσω των ΜΜΕ. Όσον αφορά την εκπαίδευση και την κατάρτιση, δεν την περιφρονούν, απλά πιστεύουν ότι οποιοσδήποτε που έχει πτυχίο πανεπιστημιακού ιδρύματος, και κυρίως στις θετικές επιστήμες, μπορεί να ασχοληθεί με ένα γλωσσικό θέμα. Η άλλη κατηγορία λοιπόν, στην οποία κατατάσσω εγώ τον εαυτό μου, είναι οι κολλητσίδες (γνωστοί και ως τσιμπούρια) των γλωσσολόγων, που παρόλο που δεν είναι γλωσσολόγοι κι ένας θεός το ξέρει αν ποτέ θα ικανοποιηθεί ο διακαής τους πόθος να γίνουν, τη βρίσκουν με το να παρενοχλούν (κυριολεκτικά) τους γλωσσολόγους με ερωτήσεις, να μπαίνουν στα αμφιθέατρά τους και να τους πιάνουν τις θέσεις, να γνωρίζονται με τους καθηγητές τους, να γράφουν στα fora και τα blog τους, και παρόλο το σεβασμό ή ακόμη και το δέος που νιώθουν για τους δύσμοιρους γλωσσολόγους, έχουν βαλθεί στο να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη!
Αυτή ήταν μάλλον άλλη μια εισαγωγή για να προειδοποιήσω και να προσπαθήσω να δικαιολογήσω την ημιμάθειά μου, την τυχόν κακή ορθογραφία μου, να κερδίσω την εύνοια του ακροατηρίου και κυρίως για να ζητήσω συγγνώμη για την παρουσία μου σε έναν γλωσσολογικό ιστοχώρο. Αν μου δώσατε άφεση αμαρτιών, προχωρήστε παρακάτω.
Είχα σκοπό λοιπόν να γράψω για ένα φαινόμενο που εγώ αυθαίρετα βάφτισα γλωσσικό κόμπλεξ και που κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι και πολιτισμικό κόμπλεξ. Το γεγονός ότι, για να θεωρήσουμε κάτι αξιόλογο, γοητευτικό, ποιοτικό, πρέπει απαραίτητα και να έχει έναν ξένο τίτλο, ή να είναι αλλοδαπής προελεύσεως, νομίζω αποτελεί ένα σύμπτωμα γλωσσικού κόμπλεξ. Τώρα θα μου πείτε, μα καλά, είναι δυνατόν από τη μία να λέω ότι είμαστε αλαζόνες ως λαός, ότι πιστεύουμε στη φυλετική-γλωσσική-πολιτισμική-θρησκευτική ανωτερότητά μας, και από την άλλη να κάνω και διάγνωση γλωσσικού κόμπλεξ;; Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό (που μάλλον φαίνεται), κατά την ταπεινή μου γνώμη ισχύει. Και οι δύο είναι παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται στον λανθασμένο προσανατολισμό μας. Και δεν εννοώ ότι έχουμε γλωσσικό κόμπλεξ επειδή δεν λέμε το φαξ «τηλεομοιότυπο» ή όπως αλλιώς το μεταφράσαμε, αλλά επειδή όταν ήδη υπάρχει μια ελληνική λέξη, όχι αρχαΐζουσα, ούτε καν περίεργη, αλλά μια χαρά λέξη, πολλοί από εμάς προτιμάμε να χρησιμοποιήσουμε μια ξένη, άγνωστη σε αρκετούς συμπατριώτες μας, γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα προξενήσουμε το θαυμασμό των γύρω, ότι θα φανούμε πιο .. τρέντυ (είδατε που το κάνω κι εγώ;;) και μοδάτοι. Επίσης αν προσέξουμε γύρω μας, θα παρατηρήσουμε ότι τα πιο ακριβά και δημοφιλή καταστήματα, εστιατόρια, κέντρα διασκεδάσεως, έχουν ξένα ονόματα ή συνθήματα, ή ακόμη χειρότερα, απευθύνονται στους πελάτες τους αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα. Θυμάμαι μια διαφήμιση στην τηλεόραση για ένα ουίσκι, όπου τρία στελέχη μεγαλοεταιριών έμπαιναν καθημερινά στο ίδιο βαγόνι του μετρό και δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει μια κουβέντα. Όταν τελικά αποφάσισαν να την ανταλλάξουν τη ρημάδα, χρησιμοποίησαν αγγλικά, παρόλο που ήταν σε ελληνικό έδαφος. Θα μου πείτε, μπορεί να ήταν ξένοι που δούλευαν στην Ελλάδα, αλλά έλα που αυτό είναι ένα από αναρίθμητα παραδείγματα. Προχτές είχα την τιμή να περπατήσω στην Ιωάννου Μεταξά, τη γνωστή αυτή εμπορική οδό της Γλυφάδας, και πήρε το μάτι μου μια βιτρίνα ενός καταστήματος Prince Oliver, που απ’ότι έχω ακούσει ψωνίζουν μέλη μιας κάποιας κοινωνικής τάξης. Στη βιτρίνα έγραφε με πολύ μεγάλα γράμματα: «Who gives more discount? We do – Prince Oliver», ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, αν η βιτρίνα έγραφε «Ποιός έχει τις μεγαλύτερες εκπτώσεις; Εμείς, η μπουτίκ Prince Oliver» (είπαμε, δεν θα το μεταφράσουμε ο Πρίγκηπας Όλιβερ), θα διατηρούσε αυτή την εικόνα κύρους και φινέτσας που της είχε εξασφαλίσει η χρήση της αγγλικής γλώσσας; Θα έβλεπαν οι πελάτες το κατάστημα με τα ίδια μάτια; Υποψιάζομαι πως όχι, κι αν πράγματι είναι έτσι, τότε ίσως να υπάρχει γλωσσικό κόμπλεξ. Πολλές ξένες λέξεις μας είναι πραγματικά απαραίτητες, είτε γιατί δεν βρίσκουμε ακριβή μετάφραση, είτε γιατί έτσι τις συνηθίσαμε και μας εξυπηρετούν. Αρκετές φορές όμως αφήνουμε στο περιθώριο ελληνικές λέξεις, που μας εξυπηρετούν καλύτερα και γίνονται κατανοητές από όλους τους συνομιλητές μας, για να χρησιμοποιήσουμε για ξένη λέξη μόνο και μόνο γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα εντυπωσιάσουμε.
Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι οι Νεοέλληνες έχουμε πάρει λίγο στραβά τα πράγματα. Από τη μία πιστεύουμε ότι το παρελθόν μας αποδεικνύει την καθολική ανωτερότητα μας, από την άλλη νιώθουμε μάλλον ντροπή για το παρόν μας και αρεσκόμαστε στο να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους (π.χ. 400 χρόνια Τουρκοκρατίας) και να αφηνόμαστε σε μιμητικές συμπεριφορές άλλων λαών που πιο πολύ ζηλεύουμε παρά θαυμάζουμε (π.χ. Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, Β. Αμερική). Κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα πρέπει μέσα από την παιδεία να γνωρίσουμε καλύτερα και να αποδεχτούμε την Ελλάδα έτσι όπως είναι σήμερα, να τη σεβαστούμε και να μη τη θεωρούμε ούτε την παρακμή του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου, ούτε το φτωχό ανάπηρο συγγενή άλλων χωρών, τις οποίες πρέπει και να μιμούμαστε.
Όπως ανέφερα και πριν, δεν είμαι γλωσσολόγος, και το ότι είμαι τσιμπούρι γλωσσολόγων δεν δίνει κανένα ιδιαίτερο κύρος σε όσα έγραψα. Στο τέλος αυτού του κειμένου, και αφού είχα την ατυχία να το ξαναδιαβάσω, διαπιστώνω αρκετές αντιφάσεις και μια δόση βλακείας. Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να πιάσω δουλειά στο plegma...
Συγγραφέας:
Αυτόχθων Ιάπων (η) (σημ. η Ιαπωνία είναι αποικία -από τις πρώτες- των Ελ και από το 23.263 π.Χ. μιλάει την πελασγική ελληνική!)