Την Δευτέρα που μάς πέρασε, με τον Πελασγό βρεθήκαμε στην εκδήλωση-συζήτηση του Άρδην για τους "αρχαιολάτρες" στην ΕΣΗΕΑ, με κύριους ομιλητές τους Γ.Καραμπελιά, Ι.Προμπονά, Ν.Ξηροτύρη και Μ. Στεφανίδη. Θα επανέλθουμε, αμφότεροι νομίζω, με σχόλια και αναφορές στις ομιλίες. Η σημερινή εγγραφή θα μπορούσε να έχει τίτλο "Εθνική Μειονεξία ΙΙ", αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν όπως λέμε "χρωστάω Μαθηματικά ΙΙΙ και Χημεία Ι". Αυτό που με ωθεί να δώσω συνέχεια στις σκέψεις για "εθνική μειονεξία", παρότι ο ίδιος θεωρώ προβληματικό τον όρο και τον επινόησα (;) ως παρηχητικό αντίβαρο στην "εθνική μοναξιά", είναι το παράδοξο γεγονός πως την φράση ολόιδια χρησιμοποίησε στην ομιλία του και ο Μάνος Στεφανίδης (σοβαρός τεχνοκριτικός, γνωστός και από κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές του με συνεντεύξεις εικαστικών καλλιτεχνών). Τώρα που το σκέφτομαι, η σημερινή καταχώριση θα μπορούσε επίσης να επιγράφεται "Και εσείς Περιγλώσσιο, κύριε Στεφανίδη;". :-P
Στην δική του εκδοχή της εθνικής μειονεξίας, ο Στεφανίδης τόνισε απολύτως εύστοχα μιαν άλλη παράμετρο, την οποία είχα σκοπό και εγώ να υπενθυμίσω (λέω "να υπενθυμίσω", γιατί η ιδέα πρωτοδιατυπώθηκε -ή εγώ την πρωτοσυνάντησα- σε δοκίμιο του Παπανούτσου). Είναι μια παράμετρος που, αν ωσάν ευθεία την προεκτείνουμε μέχρι εκεί που παίρνει, θα μάς οδηγήσει σε "μίσος" και όχι "μειονεξία". Πρόκειται για το απλό γεγονός ότι ο Έλληνας δεν ένιωσε σχεδόν ποτέ (ή έστω άργησε να νιώσει) δική του την Ελλάδα. Τις ρίζες του κακού ο ομιλητής τις εντόπισε στο οθωνικό βασίλειο (κι ο Παπανούτσος το ίδιο, μού λέει η άπιστη μνήμη μου), στην παρατεταμένη ξενοκρατία και εξάρτηση. Ο σημερινός Έλληνας δηλαδή νιώθει το ελληνικό δημόσιο σαν μπαμπούλα, ενδεχομένως όχι λόγω της υδρωπικής γραφειοκρατίας (ίσως κι αυτή να'ναι σύμπτωμα), αλλά επειδή έχει περάσει στο πατριωτικό του γονίδιο (ελπίζω να μη σάς φανεί πολύ μεταφυσικός ο όρος) η ιδέα ότι δεν είναι αυτό η πατρίδα του. Από εκεί και πέρα, ο Παπανούτσος, στο δοκίμιό του (λυκειακό, εκθεσιακό μου ανάγνωσμα, γι'αυτό και δεν θυμάμαι πού περιλαμβάνεται, για να σάς παραπέμψω), στο συναίσθημα αυτό φορτώνει και την διαχρονική κακομεταχείριση της δημόσιας περιουσίας (που απλώνεται στο συνεχές "αδιαφορία"-->"βανδαλισμός").
Ενδιαφέρον, για να επιστρέψουμε στην εκδήλωση του Άρδην, παρουσίασε και η ομιλία του καθηγητή Ν. Ξηροτύρη. Επέδειξε, συν ταις γνώσεσι, και σημαντική δεινότητα ως ομιλητής. Παρότι συνάντησε αρκετό αντίλογο από παρισταμένους, αν για να περιγράψουμε την αναίρεση των ισχυρισμών Πουλιανού χρησιμοποιούσαμε την έκφραση "τους έκανε σκόνη", θα αγγίζαμε την κυριολεξία. Ο σεβαστός καθηγητής όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα υποτιμητικό σχόλιο για τους θεωρητικούς επιστήμονες. Είναι κάτι που λέγεται συχνά, ότι οι θεωρητικοί επιστήμονες αγνοούν (ενώ θα όφειλαν να τα συνυπολογίζουν και να μη λένε κάτι που προσκρούει σ'αυτά) τα "θετικά" δεδομένα, τις αψευδείς μετρήσεις και τα αντίστοιχα πορίσματα. Ίσως το έθεσε κάπως πιο κομψά ο καθηγητής, νομίζω είπε "δεν πρέπει οι μεν να αγνοούν τα στοιχεία των δε". Να όμως που η αντίφαση κάπου εκεί φαίνεται αναπόφευκτη. Ο ίδιος, ως ανθρωπολόγος, είναι της άποψης (βασισμένος φυσικά στα ντιενέι του, στις κρανιομετρήσεις του και τα οστά του) ότι Ινδοευρωπαίοι δεν υπήρξαν και έφτασαν μερικοί απ'τα σύνορα και είπανε πως Ινδοευρωπαίοι πια δεν υπάρχουν.
Ο Ξηροτύρης δηλαδή, κι ελπίζω έτσι να μην παραποιώ την επιστημονική του θέση, υποστηρίζει την ιδέα μιας μορφής αυτοχθονίας, μιας αυτοχθονίας με πολύ πιο ευρεία, ασφαλώς, ορθολογική και ελαστική έννοια απ'αυτήν που εισηγούνται Πουλιανοί και Δαυλοί. Δεν ξέρω τι περιεχόμενο έχουν στη σκέψη του Ξηροτύρη τα λόγια "δεν υπήρξαν Ινδοευρωπαίοι", όποιο περιεχόμενο όμως και να'χουν προσκρούουν σε ένα εξίσου επιστημονικό, λογικά αναγκαίο και μη αναθεωρήσιμο συμπέρασμα, αυτό που προέρχεται από την γενετική συγγένεια τόσων γλωσσών. Ότι έχουμε κάποιες γλώσσες που στο μεγαλύτερο μέρος τους παρουσιάζουν βαθύτατες και συστηματικές ομοιότητες, που δεν μπορούν να αποδοθούν σε καμιά άλλη αιτία, παρά στην απόσπασή τους από μια κοινή μητέρα-γλώσσα. Ε, αυτή την γλώσσα, όπως και να την ονομάσουμε, δεν πρέπει κάποιοι να την μίλησαν; Αν δεν υπήρξαν αυτοί οι κάποιοι, οι αυτόχθονες πληθυσμοί που ανέπτυξαν και μίλησαν τις θυγατρικές, δηλαδή παρόμοιες, γλώσσες, τις δέχτηκαν από ταυτόχρονη επιφοίτηση, αλλά με ελαφρώς αλλοιωμένο σήμα σε κάθε περιοχή; Με αυτά δεν εννοώ τίποτε για την επιστημονικότητα των μεθόδων (ή και των προθέσεων) του Ξ., αντιστρέφω απλώς το επιχείρημά του: δεν θα όφειλε κι αυτός να διατυπώσει μια λύση/θεωρία που να μην κλοτσάει σε ένα πόρισμα μιας άλλης επιστήμης, έστω "θεωρητικής";
Τέλος πάντων, ο καθηγητής με κλόνισε λιγάκι με την υπόδειξή του προς θεωρητικούς κι είπα κι εγώ κάπως να εξιλεωθώ (πλησιάζουμε προς τη λύση του μυστηρίου της σκοπιμότητας του τίτλου της σημερινής εγγραφής του ημερολογίου, αμήν). Και για να εξιλεωθώ, πήγα στο Μέγαρο! Τις μέρες αυτές, στον εξωτερικό χώρο της αίθουσας Δημήτρη Μητρόπουλου, λειτουργεί μια πρωτότυπη και διασκεδαστική έκθεση μαθηματικών. Το σημαντικό εκεί είναι ότι δεν κοιτάς τα εκθέματα, παίζεις με αυτά (είχε επίσης πλάκα να βλέπεις μερικές γούνες να μπλέκονται σε κάτι ελατήρια και κυρίες με περιδέραια να κραδαίνουν δίκην σουρωτηρίου για μακαρόνια μια πιατέλα με πλανήτες και δορυφόρους σε τροχιά). Έπαιξα κι εγώ κάμποση ώρα (θα μάθετε σύντομα πόση) και ψιλοθυμήθηκα την θαμμένη γεωμετρία μου, τις λιγοστές μου πιθανότητες και τις κάπως καλύτερα συγκρατημένες από το Λύκειο ακολουθίες/προόδους. Κι εκεί είναι που ζήλεψα τους μαθηματικούς: γιατί αυτοί έχουν (ή μάλλον την συνειδητοποιούν περισσότερο και την ερευνούν) την διασκεδαστική πλευρά του αντικειμένου τους, ενώ συνήθως ως άλλη όψη του επιστημονικού νομίσματος της γλωσσικής επιστήμης εμφανίζονται αρχαιολάγνοι παρετυμολόγοι και ουφολόγοι. Μην λησμονούμε βεβαίως εδώ και ότι πλείστοι των αρχαιολατρών είναι μαθηματικοί που ανακάλυψαν τη "μαθηματική δομή" της γλώσσας μας (και δεν εννοούν τίποτα περισσότερο από επινοημένα εσωτερικά αθροίσματα διαδοχών γραμμάτων σε λέξεις) ή φυσικοί που ανακάλυψαν την υπερ-βιονική σούπερ προηγμένη τεχνολογία των προ-προ-προ-Ελλήνων. Θα μού πεις: και με αυτούς γελάμε. Όμως άλλο "διασκεδαστικό", άλλο "γελοίο". Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε το αθώο ή αναζωογονητικό γέλιο του παιδιού -μικρού ή μεγάλου- που (ξανα-)ανακαλύπτει τον κόσμο ή μια άλλη όψη (όχι την κατοπτρική παραμόρφωση) της γνώσης, στη δική μας φοβάμαι ότι έχουμε απλώς το κουρασμένο μειδίαμα ή και τον κλαυσίγελω του αηδιασμένου από την απάτη. Πάντως, το διδακτικό της έκθεσης ήταν ότι μπορούμε ή και οφείλουμε να αναδεικνύουμε από καιρού εις καιρόν την αστεία, την ευφάνταστη εφαρμογή/διάσταση του αντικειμένου μας. Και ξέρουμε οι περισσότεροι πως υπάρχει αυτό το πράγμα έντονο στη γλωσσική επιστήμη. Θα επανέλθω ίσως στο θέμα με αναφορές σε τέτοια βιβλία, που αναζητώ και συναντώ συχνά στο Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας, ο νούς μου όμως αυτομάτως πάει στα βιβλία του Radford για την Γενετική-Μετασχηματιστική Σύνταξη, τα οποία παρά την σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα του αντικειμένου, διατηρούν αμείωτο το παιγνιώδες του ύφους και προτείνουν συχνά διασκεδαστικές ασκήσεις.
Στην έκθεση λοιπόν του Μεγάρου παρέμεινα και αφού είχε αρχίσει το προγραμματισμένο για το βράδυ εκείνο ρεσιτάλ του Γαρουφαλή (στο οποίο θα πήγαινα αν είχα προλάβει κανένα εισιτηριάκι προτού εξαντληθούν την τελευταία στιγμή). Τι σημαίνει αυτό οι γνωρίζοντες ήδη θα το κατάλαβαν, ας αποκαλύψουμε το μυστικό όμως και στους υπολοίπους: στην αίθουσα Μητρόπουλου, αν καθίσεις απ'έξω, ακούς τη συναυλία ακριβώς όπως κι αν ήσουν μέσα. Έτσι κι εγώ άκουσα όλο το πρώτο μέρος ολίγον τσάμπα, περιεργαζόμενος πλέον τα εκθέματα εκείνα από τη λειτουργία των οποίων δεν καταλάβαινα Χριστό (ε, είπαμε, κι εμένα τα μαθηματικά μου κάπου σταματούν, δυστυχώς όχι πολύ μακριά από την αφετηρία τους). Για να μην κινήσω τις υποψίες των φυλάκων (οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν γίνει εξπέρ, λύνοντας και ξαναστήνοντας τους γρίφους σε χρόνο ντετέ), άλλαζα ανά πεντάλεπτο έκθεμα και έπαιρνα περισπούδαστο ύφος, ακούγοντας παράλληλα κακεντρεχώς και κάτι λίγες αμήχανες τρίλιες του Γαρουφαλή. Πάντως, αν είχαν ίχνος επαγγελματισμού, θα μού κάναν καμιά ερωτησούλα για το τι ρόλο παίζω, δεδομένου ότι είχα απομείνει μόνος εκεί πέρα και η προφανής κακομεταχείριση λόγω αγνοίας των εκθεμάτων από μέρους μου ήταν το λιγότερο ύποπτη. Λύση α΄: έχουν συνηθίσει τους τζαμπατζήδες που με κάποια σαχλή πρόφαση κάθονται έξω από την αίθουσα και ακούν. Λύση β': τα ένστολα τζιμάνια που πληρώνει ο έρμος ο Λαμπράκης τόσο πολύ είχαν απορροφηθεί από το παιχνίδι που δεν πρόσεξαν τον μικρόσωμο φιλολογίσκο που κρυβόταν πίσω από το ποδήλατο με τις τετράγωνες ρόδες (ας μού εξηγήσει κάποιος το μαθηματικό του υπόβαθρο).
Τέλος πάντων, επειδή κι οι λαθρακροατές έχουν φιλότιμο, στο δεύτερο μέρος της συναυλίας αποχώρησα σεμνά. Στον σταθμό "Μέγαρο Μουσικής", είδα στην απέναντι όχθη μια συμπαθητική παρέα τσιγγάνων (τρεις τυπικές ευτραφείς μαυροφορεμένες κι έναν τυπικό μουστακλή μαυροφορεμένο) να περιμένουν το μετρό. Αμέσως απέκρουσα την ρατσιστική σκέψη "μπέρδεψαν το Μέγαρο με τα Μέγαρα;" και συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα άλλος ήταν ο γύφτος...
αυτοχθέλλην
Στην δική του εκδοχή της εθνικής μειονεξίας, ο Στεφανίδης τόνισε απολύτως εύστοχα μιαν άλλη παράμετρο, την οποία είχα σκοπό και εγώ να υπενθυμίσω (λέω "να υπενθυμίσω", γιατί η ιδέα πρωτοδιατυπώθηκε -ή εγώ την πρωτοσυνάντησα- σε δοκίμιο του Παπανούτσου). Είναι μια παράμετρος που, αν ωσάν ευθεία την προεκτείνουμε μέχρι εκεί που παίρνει, θα μάς οδηγήσει σε "μίσος" και όχι "μειονεξία". Πρόκειται για το απλό γεγονός ότι ο Έλληνας δεν ένιωσε σχεδόν ποτέ (ή έστω άργησε να νιώσει) δική του την Ελλάδα. Τις ρίζες του κακού ο ομιλητής τις εντόπισε στο οθωνικό βασίλειο (κι ο Παπανούτσος το ίδιο, μού λέει η άπιστη μνήμη μου), στην παρατεταμένη ξενοκρατία και εξάρτηση. Ο σημερινός Έλληνας δηλαδή νιώθει το ελληνικό δημόσιο σαν μπαμπούλα, ενδεχομένως όχι λόγω της υδρωπικής γραφειοκρατίας (ίσως κι αυτή να'ναι σύμπτωμα), αλλά επειδή έχει περάσει στο πατριωτικό του γονίδιο (ελπίζω να μη σάς φανεί πολύ μεταφυσικός ο όρος) η ιδέα ότι δεν είναι αυτό η πατρίδα του. Από εκεί και πέρα, ο Παπανούτσος, στο δοκίμιό του (λυκειακό, εκθεσιακό μου ανάγνωσμα, γι'αυτό και δεν θυμάμαι πού περιλαμβάνεται, για να σάς παραπέμψω), στο συναίσθημα αυτό φορτώνει και την διαχρονική κακομεταχείριση της δημόσιας περιουσίας (που απλώνεται στο συνεχές "αδιαφορία"-->"βανδαλισμός").
Ενδιαφέρον, για να επιστρέψουμε στην εκδήλωση του Άρδην, παρουσίασε και η ομιλία του καθηγητή Ν. Ξηροτύρη. Επέδειξε, συν ταις γνώσεσι, και σημαντική δεινότητα ως ομιλητής. Παρότι συνάντησε αρκετό αντίλογο από παρισταμένους, αν για να περιγράψουμε την αναίρεση των ισχυρισμών Πουλιανού χρησιμοποιούσαμε την έκφραση "τους έκανε σκόνη", θα αγγίζαμε την κυριολεξία. Ο σεβαστός καθηγητής όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα υποτιμητικό σχόλιο για τους θεωρητικούς επιστήμονες. Είναι κάτι που λέγεται συχνά, ότι οι θεωρητικοί επιστήμονες αγνοούν (ενώ θα όφειλαν να τα συνυπολογίζουν και να μη λένε κάτι που προσκρούει σ'αυτά) τα "θετικά" δεδομένα, τις αψευδείς μετρήσεις και τα αντίστοιχα πορίσματα. Ίσως το έθεσε κάπως πιο κομψά ο καθηγητής, νομίζω είπε "δεν πρέπει οι μεν να αγνοούν τα στοιχεία των δε". Να όμως που η αντίφαση κάπου εκεί φαίνεται αναπόφευκτη. Ο ίδιος, ως ανθρωπολόγος, είναι της άποψης (βασισμένος φυσικά στα ντιενέι του, στις κρανιομετρήσεις του και τα οστά του) ότι Ινδοευρωπαίοι δεν υπήρξαν και έφτασαν μερικοί απ'τα σύνορα και είπανε πως Ινδοευρωπαίοι πια δεν υπάρχουν.
Ο Ξηροτύρης δηλαδή, κι ελπίζω έτσι να μην παραποιώ την επιστημονική του θέση, υποστηρίζει την ιδέα μιας μορφής αυτοχθονίας, μιας αυτοχθονίας με πολύ πιο ευρεία, ασφαλώς, ορθολογική και ελαστική έννοια απ'αυτήν που εισηγούνται Πουλιανοί και Δαυλοί. Δεν ξέρω τι περιεχόμενο έχουν στη σκέψη του Ξηροτύρη τα λόγια "δεν υπήρξαν Ινδοευρωπαίοι", όποιο περιεχόμενο όμως και να'χουν προσκρούουν σε ένα εξίσου επιστημονικό, λογικά αναγκαίο και μη αναθεωρήσιμο συμπέρασμα, αυτό που προέρχεται από την γενετική συγγένεια τόσων γλωσσών. Ότι έχουμε κάποιες γλώσσες που στο μεγαλύτερο μέρος τους παρουσιάζουν βαθύτατες και συστηματικές ομοιότητες, που δεν μπορούν να αποδοθούν σε καμιά άλλη αιτία, παρά στην απόσπασή τους από μια κοινή μητέρα-γλώσσα. Ε, αυτή την γλώσσα, όπως και να την ονομάσουμε, δεν πρέπει κάποιοι να την μίλησαν; Αν δεν υπήρξαν αυτοί οι κάποιοι, οι αυτόχθονες πληθυσμοί που ανέπτυξαν και μίλησαν τις θυγατρικές, δηλαδή παρόμοιες, γλώσσες, τις δέχτηκαν από ταυτόχρονη επιφοίτηση, αλλά με ελαφρώς αλλοιωμένο σήμα σε κάθε περιοχή; Με αυτά δεν εννοώ τίποτε για την επιστημονικότητα των μεθόδων (ή και των προθέσεων) του Ξ., αντιστρέφω απλώς το επιχείρημά του: δεν θα όφειλε κι αυτός να διατυπώσει μια λύση/θεωρία που να μην κλοτσάει σε ένα πόρισμα μιας άλλης επιστήμης, έστω "θεωρητικής";
Τέλος πάντων, ο καθηγητής με κλόνισε λιγάκι με την υπόδειξή του προς θεωρητικούς κι είπα κι εγώ κάπως να εξιλεωθώ (πλησιάζουμε προς τη λύση του μυστηρίου της σκοπιμότητας του τίτλου της σημερινής εγγραφής του ημερολογίου, αμήν). Και για να εξιλεωθώ, πήγα στο Μέγαρο! Τις μέρες αυτές, στον εξωτερικό χώρο της αίθουσας Δημήτρη Μητρόπουλου, λειτουργεί μια πρωτότυπη και διασκεδαστική έκθεση μαθηματικών. Το σημαντικό εκεί είναι ότι δεν κοιτάς τα εκθέματα, παίζεις με αυτά (είχε επίσης πλάκα να βλέπεις μερικές γούνες να μπλέκονται σε κάτι ελατήρια και κυρίες με περιδέραια να κραδαίνουν δίκην σουρωτηρίου για μακαρόνια μια πιατέλα με πλανήτες και δορυφόρους σε τροχιά). Έπαιξα κι εγώ κάμποση ώρα (θα μάθετε σύντομα πόση) και ψιλοθυμήθηκα την θαμμένη γεωμετρία μου, τις λιγοστές μου πιθανότητες και τις κάπως καλύτερα συγκρατημένες από το Λύκειο ακολουθίες/προόδους. Κι εκεί είναι που ζήλεψα τους μαθηματικούς: γιατί αυτοί έχουν (ή μάλλον την συνειδητοποιούν περισσότερο και την ερευνούν) την διασκεδαστική πλευρά του αντικειμένου τους, ενώ συνήθως ως άλλη όψη του επιστημονικού νομίσματος της γλωσσικής επιστήμης εμφανίζονται αρχαιολάγνοι παρετυμολόγοι και ουφολόγοι. Μην λησμονούμε βεβαίως εδώ και ότι πλείστοι των αρχαιολατρών είναι μαθηματικοί που ανακάλυψαν τη "μαθηματική δομή" της γλώσσας μας (και δεν εννοούν τίποτα περισσότερο από επινοημένα εσωτερικά αθροίσματα διαδοχών γραμμάτων σε λέξεις) ή φυσικοί που ανακάλυψαν την υπερ-βιονική σούπερ προηγμένη τεχνολογία των προ-προ-προ-Ελλήνων. Θα μού πεις: και με αυτούς γελάμε. Όμως άλλο "διασκεδαστικό", άλλο "γελοίο". Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε το αθώο ή αναζωογονητικό γέλιο του παιδιού -μικρού ή μεγάλου- που (ξανα-)ανακαλύπτει τον κόσμο ή μια άλλη όψη (όχι την κατοπτρική παραμόρφωση) της γνώσης, στη δική μας φοβάμαι ότι έχουμε απλώς το κουρασμένο μειδίαμα ή και τον κλαυσίγελω του αηδιασμένου από την απάτη. Πάντως, το διδακτικό της έκθεσης ήταν ότι μπορούμε ή και οφείλουμε να αναδεικνύουμε από καιρού εις καιρόν την αστεία, την ευφάνταστη εφαρμογή/διάσταση του αντικειμένου μας. Και ξέρουμε οι περισσότεροι πως υπάρχει αυτό το πράγμα έντονο στη γλωσσική επιστήμη. Θα επανέλθω ίσως στο θέμα με αναφορές σε τέτοια βιβλία, που αναζητώ και συναντώ συχνά στο Σπουδαστήριο Γλωσσολογίας, ο νούς μου όμως αυτομάτως πάει στα βιβλία του Radford για την Γενετική-Μετασχηματιστική Σύνταξη, τα οποία παρά την σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα του αντικειμένου, διατηρούν αμείωτο το παιγνιώδες του ύφους και προτείνουν συχνά διασκεδαστικές ασκήσεις.
Στην έκθεση λοιπόν του Μεγάρου παρέμεινα και αφού είχε αρχίσει το προγραμματισμένο για το βράδυ εκείνο ρεσιτάλ του Γαρουφαλή (στο οποίο θα πήγαινα αν είχα προλάβει κανένα εισιτηριάκι προτού εξαντληθούν την τελευταία στιγμή). Τι σημαίνει αυτό οι γνωρίζοντες ήδη θα το κατάλαβαν, ας αποκαλύψουμε το μυστικό όμως και στους υπολοίπους: στην αίθουσα Μητρόπουλου, αν καθίσεις απ'έξω, ακούς τη συναυλία ακριβώς όπως κι αν ήσουν μέσα. Έτσι κι εγώ άκουσα όλο το πρώτο μέρος ολίγον τσάμπα, περιεργαζόμενος πλέον τα εκθέματα εκείνα από τη λειτουργία των οποίων δεν καταλάβαινα Χριστό (ε, είπαμε, κι εμένα τα μαθηματικά μου κάπου σταματούν, δυστυχώς όχι πολύ μακριά από την αφετηρία τους). Για να μην κινήσω τις υποψίες των φυλάκων (οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν γίνει εξπέρ, λύνοντας και ξαναστήνοντας τους γρίφους σε χρόνο ντετέ), άλλαζα ανά πεντάλεπτο έκθεμα και έπαιρνα περισπούδαστο ύφος, ακούγοντας παράλληλα κακεντρεχώς και κάτι λίγες αμήχανες τρίλιες του Γαρουφαλή. Πάντως, αν είχαν ίχνος επαγγελματισμού, θα μού κάναν καμιά ερωτησούλα για το τι ρόλο παίζω, δεδομένου ότι είχα απομείνει μόνος εκεί πέρα και η προφανής κακομεταχείριση λόγω αγνοίας των εκθεμάτων από μέρους μου ήταν το λιγότερο ύποπτη. Λύση α΄: έχουν συνηθίσει τους τζαμπατζήδες που με κάποια σαχλή πρόφαση κάθονται έξω από την αίθουσα και ακούν. Λύση β': τα ένστολα τζιμάνια που πληρώνει ο έρμος ο Λαμπράκης τόσο πολύ είχαν απορροφηθεί από το παιχνίδι που δεν πρόσεξαν τον μικρόσωμο φιλολογίσκο που κρυβόταν πίσω από το ποδήλατο με τις τετράγωνες ρόδες (ας μού εξηγήσει κάποιος το μαθηματικό του υπόβαθρο).
Τέλος πάντων, επειδή κι οι λαθρακροατές έχουν φιλότιμο, στο δεύτερο μέρος της συναυλίας αποχώρησα σεμνά. Στον σταθμό "Μέγαρο Μουσικής", είδα στην απέναντι όχθη μια συμπαθητική παρέα τσιγγάνων (τρεις τυπικές ευτραφείς μαυροφορεμένες κι έναν τυπικό μουστακλή μαυροφορεμένο) να περιμένουν το μετρό. Αμέσως απέκρουσα την ρατσιστική σκέψη "μπέρδεψαν το Μέγαρο με τα Μέγαρα;" και συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα άλλος ήταν ο γύφτος...
αυτοχθέλλην